Τετάρτη 18 Μαΐου 2016
"Ρίζες": μια παρουσίαση της πρώτης ομώνυμης δισκογραφικής δουλειάς
γράφει ο ακροβάτης
Μια ακόμα δισκογραφική δουλειά συμπληρώνει το παζλ αυτού που μπορεί κανείς να περιράψει ως αναγέννηση της μουσικής δημιουργίας της Κρήτης, ή μάλλον εκείνης της πλευράς της που κάνει λιγότερο θόρυβο, τόσο απο πλευρά γεωγραφίας, όσο και από πλευρά είδους. Προστίθεται δε σε μια σειρά από σημαντικές παραγωγές, που η μία μετά την άλλη, προκύπτουν, προέκυψαν και από ότι φαίνεται θα συνεχίσουν να προκύπτουν, διατηρώντας η καθεμία τα δικά της προτερήματα, και τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Μια ακόμα δισκογραφική δουλειά συμπληρώνει το παζλ αυτού που μπορεί κανείς να περιράψει ως αναγέννηση της μουσικής δημιουργίας της Κρήτης, ή μάλλον εκείνης της πλευράς της που κάνει λιγότερο θόρυβο, τόσο απο πλευρά γεωγραφίας, όσο και από πλευρά είδους. Προστίθεται δε σε μια σειρά από σημαντικές παραγωγές, που η μία μετά την άλλη, προκύπτουν, προέκυψαν και από ότι φαίνεται θα συνεχίσουν να προκύπτουν, διατηρώντας η καθεμία τα δικά της προτερήματα, και τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Πρόκειται για την πρώτη δισκογραφική δουλειά του μουσικού συνόλου "Ρίζες", που μόλις κυκλοφόρησε αυτό το μήνα. Οι "Ρίζες" αποτελύνται από το Μιχάλη Χανιωτάκη στο κανονάκι και την ερμηνεία, το Στέλιο Κασαπάκη στο ούτι, το Βασίλη Πασπαράκη στη λύρα και το Μηνά Παιγνιωτάκη στα κρουστά. Πριν αναμετρηθεί κανείς αναλυτικότερα με τη συγκεκριμένη δουλειά, πιο ειδικά, καλό θα ήταν, προκειμένου να προσέξει πρόσθετες διαστάσεις του δίσκου , κάνοντας ένα μικρό λογοπαίγνιο, να γνωρίζει τις ρίζες της, το υπόβαθρο που τη γέννησε. .
Πρόκειται για τέσσερις μουσικούς υψηλού επιπέδου, με γνώση και αγάπη γι αυτό που κάνουν, τη μουσική τους, στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της. Επιπλέον πρόκειται για ανθρώπους ορθάνοιχτους στη μουσική, που τους αρέσει να παίζουν μαζί, καθώς και μαζί με άλλους, παίζοντας μουσική σε πολλά επίπεδα και πολλές κουλτούρες.
Επιπλέον, οι "Ρίζες" ως σύνολο με το κανονάκι, το ούτι , τη λύρα και τα κρουστά , ξεπερνούν κατά πολύ όσα μπορεί κανείς να περιμένει από ένα σύνολο που παίζει κυρίως κρητική μουσική, ή μάλλον από ένα τυπικό τέτοιο σύνολο, την ίδια στιγμή συνδέονται με το είδος της μουσικής και κυρίως με την ουσία της απόδοσής του για όποιν έχει τη διάθεση και το μεράκι να την ακούσει προσεκτικά και να παρακολουθήσει το νήμα της. Επομένως η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη δουλειά δε μπορεί παρά να είναι κάτι παραπάνω από μια προσπάθεια αναβίωσης ή πιστής απόδοσης, κάτι που βέβαια από μόνο του, σε καμία περίπτωση δεν είναι ευκαταφρόνητο ή εύκολο.
Υπάρχουν και άλλα στοιχεία για τους συντελεστές του δίσκου που μπορεί να αναφέρει κανείς, ας μιλήσουμε τώρα για το αποτέλεσμα της δουλειά τους, για τη δισκογραφική δουλειά:
Γεωγραφικά καλύτουν δημιουργίες και δημιουργούς προερχόμενους από αυτό που λέμε δυτική και κεντρική Κρήτη, από το δυτικότερο άκρο της, τη Γραμβούσα, την Κίσσαμο, το Σέλινο,το Γαβαλοχώρι, το Ξεροστέρνι,το Σπήλι,τα Ανώγεια, το Ρέθεμνος και το Μαλεβίζι, με μια μεγάλη ποικιλία, υψομετρική και φυσική γενικότερα, που σαφώς έπαιξε και παίζει ρόλο στην ποικιλία της κρητικής μουσικής.
Χρονικά, καλύπτουν μια διάρκεια ηχογρφήσεων δύο δεκαετιών σε γενικές γραμμές, από το αέναο παρελθόν, με τριεις παραδοσιακούς σκοπούς μέχρι την εικοσαετία 1930 με 1950, μια εποχή που σε συνδυασμό με την πρωτοεμφανιζόμενη τότε και αναπτυσσόμενη ελληνική και όχι μόνο δισκογραφία, έφεραν με το πιο λαμπρό τρόπο στον αφρό μια διεργασία βαθιά ριζωμένη στο χώμα αυτού του τόπου.
Χρονικά, καλύπτουν μια διάρκεια ηχογρφήσεων δύο δεκαετιών σε γενικές γραμμές, από το αέναο παρελθόν, με τριεις παραδοσιακούς σκοπούς μέχρι την εικοσαετία 1930 με 1950, μια εποχή που σε συνδυασμό με την πρωτοεμφανιζόμενη τότε και αναπτυσσόμενη ελληνική και όχι μόνο δισκογραφία, έφεραν με το πιο λαμπρό τρόπο στον αφρό μια διεργασία βαθιά ριζωμένη στο χώμα αυτού του τόπου.
Τα υπόλοιπα 3, είναι συνθέσεις του Β. Πασπαράκη που δίνουν στον ακροατή μια ακόμα διάσταση, αυτή του νήματος που προυπήρχε των ηχογραφήσεων, ενός νήματος που δε σταμάτησε ποτέ, και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, από λιγότερους ανθρώπους που αναμετριούνται με τη σύνθεση, εμπνέονται και δημιουργούν, με σεμνότητα και σεβασμό στην ποιότητα του είδους.
Επίσης αξίζει να ξεχωρίσει κανείς και δύο ταξίμια, ένα από τον εξαιρετικό Στέλιο Κασσαπάκη με το ούτι που μας βυθίζει στα άγρια πελάγη της Γραμβούσας και του ήχου του, πριν υποδεχτούμε αμέσως μετά το συρτό της θάλασσας του Νικολή Τζέγκα, και ένα ακόμα από το Βασίλη Πασπαράκη με τη λύρα, πριν τον Βαρύ Ρεθυμνιώτικο, το "Δακρύζω με παράπονο", και τα δύο άξιοι πρόδρομοι και αντίστοιχα όσων έχουμε προαναφέρει.
Μιλώντας τώρα για το δίσκο στο σύνολό του, με βάση τα παραπάνω, γίνονται όλα κατανοητά.
Ο τρόπος με τον οποίο οι "Ρίζες" αναμετριούνται με τους υψηλούς στόχους που οι ίδιοι επιλέγουν να βάζουν. Ο τρόπος επίσης που ένα τέτοιο μουσικό σύνολο καταφέρνει να "αναβιώσει" σε αρκετά μεγάλο βαθμό αυτές τις ηχογραφήσεις. Ο τρόπος με τον οποίο στοιχεία φαινομενικά ετερόκλητα, όπως τα συγκεκριμένα μουσικά όργανα, ή ο συγκεκριμένος τρόπος ερμηνείας, δένεται με αυτό το είδος μουσικής. Κυρίως δε, αυτό το μείγμα του επιμέρους και αθροιζόμενου ταλέντου, της γνώσης, του σεβασμού σε μια βαριά κληρονομιά, της ποιότητας στην επιλογή, της δημιουργικότητας, και του πάνω από όλα χειροποίητου αποτελέσματος χωρίς φόβο και πάθος, κάτι που προκαλεί συγκίνηση τόσο στις ζωντανές εμφανίσεις όσο και σε αυτό το δίσκο. Αυτός είναι ο βασικότερος λόγος για να ανοίξει κανείς αυτό το κουτί με τα δώρα από το παρελθόν και το παρόν, να ακούσει με άλλα λόγια αυτό το δίσκο, να συγκινηθεί, να μάθει, να συγκρίνει, να ρωτήσει, να χορέψει, να αισθανθεί και να αναζητήσει, και να δεθεί λιγότερο ή περισσότερο με την ιστορία αυτής της μουσικής, να εκτιμήσει τέτοιες προσπάθειες για τη συνέχιση εκείνου του νήματος που λέγαμε.
Ο τρόπος με τον οποίο οι "Ρίζες" αναμετριούνται με τους υψηλούς στόχους που οι ίδιοι επιλέγουν να βάζουν. Ο τρόπος επίσης που ένα τέτοιο μουσικό σύνολο καταφέρνει να "αναβιώσει" σε αρκετά μεγάλο βαθμό αυτές τις ηχογραφήσεις. Ο τρόπος με τον οποίο στοιχεία φαινομενικά ετερόκλητα, όπως τα συγκεκριμένα μουσικά όργανα, ή ο συγκεκριμένος τρόπος ερμηνείας, δένεται με αυτό το είδος μουσικής. Κυρίως δε, αυτό το μείγμα του επιμέρους και αθροιζόμενου ταλέντου, της γνώσης, του σεβασμού σε μια βαριά κληρονομιά, της ποιότητας στην επιλογή, της δημιουργικότητας, και του πάνω από όλα χειροποίητου αποτελέσματος χωρίς φόβο και πάθος, κάτι που προκαλεί συγκίνηση τόσο στις ζωντανές εμφανίσεις όσο και σε αυτό το δίσκο. Αυτός είναι ο βασικότερος λόγος για να ανοίξει κανείς αυτό το κουτί με τα δώρα από το παρελθόν και το παρόν, να ακούσει με άλλα λόγια αυτό το δίσκο, να συγκινηθεί, να μάθει, να συγκρίνει, να ρωτήσει, να χορέψει, να αισθανθεί και να αναζητήσει, και να δεθεί λιγότερο ή περισσότερο με την ιστορία αυτής της μουσικής, να εκτιμήσει τέτοιες προσπάθειες για τη συνέχιση εκείνου του νήματος που λέγαμε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου