Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Τα ρουμπαγιάτ και ο Ομάρ Καγιάμ







Ο Ομάρ Καγιάμ έμαθε από πολύ νωρίς το νόμο του εφήμερου, τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής. Σε ηλικία μικρότερη από τα τριάντα ήταν ήδη διάσημος ως «ασύγκριτος γνώστης», γεωμέτρης, αστρονόμος, μαθηματικός, φυσικός, φιλόσοφος και γιατρός, ένα ανοιχτό μυαλό που κατάφερε με ευκολία να συντάξει το Εγχειρίδιο των Φυσικών Επιστημών όπου στα κεφάλαια Ύπαρξη και Άτομο και Υποχρέωση προσπαθεί να ανακαλύψει μια μέθοδο για να ορίσει τον προσανατολισμό και την αιτία των ηθικών διαφορών μεταξύ των τόπων. Γεννήθηκε το 1048 στην πόλη Νισαχπούρ του Χορασάν της Περσίας και πέθανε το 1123.


Τα Ρουμπαγιάτ (Τετράστιχα) αποτελούνται από ανεξάρτητες στροφές που η κάθεμια τους συντίθεται από τέσσερις στίχους ίσης αλλά ποικίλλης προσωδίας. Κάποιες φορές όλοι ομοιοκαταληκτούν όμως συχνότερα ο τρίτος στίχος αναιρεί την ομοιοκαταληξία.

4

Μου πε μια μάγισσα «γοργά να καρτεράς το χάρο»
Κι άπλωνα ευτύς το υστερινό ποτήρι μου να πάρω.
Μα το ποτήρι αγγίζοντας στα χείλη μ’ αποκρίθη
«Πίνε, γιατί είναι ο θάνατος θάλασσα δίχως φάρο»

5

Στου αφανισμού την έρημο για μια στιγμή σταθείτε.
Απ’ της ζωής την Όαση λίγη δροσιά να πιείτε.
Χαράματα ετοιμάστηκε το Μέγα καραβάνι.
Και ξεκινάει για την Αυγή… του Τίποτε. Ω βιαστείτε!

14

Πριν αισθανθείς στο μέτωπο το χέρι του θανάτου
Και πριν να σε χαϊδέψουνε τα κρύα τα δάχτυλά του
Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι.
Και πως θα σε ξεθάψουνε μια και σε θάψουν κάτου.

20

Και τους αγίους και τους σοφούς με όλο τους το κόμμα
Τους στρώσαν σε κατάψυχρο να κοιμηθούνε στρώμα
Πουν’ τώρα οι προφητείες τους; Και πως τα στοματά τους
Που βγάζανε λόγια σοφά στουπώθηκαν με χώμα;

21

Για μένα που των μυστικών ανοιγοκλείνει η θύρα
Όμοια και λύπη και χαρά μαζί τα δυό τα επήρα
Μια και στον κόσμο αυτόν εδώ όλα ένα τέλος θα χουν,
Πάμε παιδιά στο καπηλειό να φέρουμε μια γύρα.

29

Κι όταν κι εμένα ο θάνατος μαζί θα σέρνει πίσω
Και στη καρδιά μου τη Χαρά και κάθε Ελπίδα κλείσω
Να φτιάξετε απ’ το μνήμα μου ένα σταμνί. Ποιος ξέρεις,
Σαν το γεμίσουν με κρασί πως δεν θα ξαναζήσω.

30

Συχνά μετάνοια ορκίστηκα με δακρυσμένα μάτια.
Κι είπα πως δεν θα ξαναϊδώ πια το κρασί στα μάτια.
Μα τότες ήρθε η Άνοιξη με τα ροδαγκαθά της
Και τη μετάνοια μου έσχισε σε χίλια δυό κομμάτια.

32

Πίνω. Κι όλοι μου λεν πάντου μα ψέματα πως κρίνω.
Πως η θρησκεία εμπόδισες ολότελα τον οίνο.
Πως; Η θρησκεία το κρασί εχώρισε απ’ τη πίστη;
Δεν είναι το αίμα του Αλλάχ; Μ’ ευλάβεια το πίνω.

44

Ωιμένα! Φεύγει η Άνοιξη και κλειούν ένα προς ένα
Της νιότης τα χειρόγραφα τα μοσχοβολεμένα.
Τ’ αηδόνι που τραγούδησε που θα πετάξει πάλι
Να πει τα τραγουδάκια του τα παραπονεμένα;

51

Έσπασα το ποτήρι εχτές, συντρίμμια πεταμένα.
Μα για το κρίμα που κανα μετάνιωσα, ωιμένα!
Και το ποτήρι σιγανά μου εφάνη σαν να μου πε.
«Αν ήμουν σαν κι Εσέ κι Εσύ θα γίνεις σαν κι εμένα»!

54

Γιόρταζε, και τις λύπες σου αν θες να διώξεις, πίνε.
Στην αδικία παράδειγμα δικαιοσύνης δίνε.
Μια κι εδώ πέρα στο Μηδέν κατασταλάζουν όλα
Πάρε το κρασοκάνατο και στα ποτήρια χύνε.

69

Παράδεισον ο δίκαιος ψέμα είναι πως θα πάρει
Ν’ απλώνεις στης κληματαριάς μονάχα το κλωνάρι.
Να προτιμάς τα μετρητά από τα βερεσέδια.
Και των κυμβάλων η φωνή από μακριά έχει χάρη.

73

Φέρτε μου, φίλοι μου, κρασί ρουμπίνι στο πλευρό μου
Με το χυμό του πλύνετε το χλωμοπροσωπό μου,
Και σαν πεθάνω με κρασί το σώμα μου ας μου πλύνουν
Και πλέξετε από κλήματα το νεκροκρέβατό μου.

77

Κι αν ήρθα δεν εκέρδησε τίποτε η γη από μένα
Κι αν φύγω δεν θα ζημιωθεί τίποτε η γη από μένα
Μα ποιος μπορούσε να μου πει ποιο λόγο να χει ετούτος
Ο πηγαιμός κι ο ερχομός, ο θάνατος κι η γέννα;

91

Ακούστε τώρα να σας πω τι μου τυχ’ ένα βράδυ
Στο τέλος του Ραμαζανιού που αρχίναε το σκοτάδι.
Κι από τη Δύση εφάνηκε το πιο καλό φεγγάρι.
Στο μαγαζί του κανατά που ταν κανάτια ομαδί.

99

Η πάχνη τα τριαντάφυλλα μαραίνει πέρα ως πέρα.
Ω θείο κρασί! Στο βίο μου λαχτάρα μου υπερτέρα.
Πες μου, με ποιο δικαίωμα κοιμάσαι τόσο; Ξύπνα,
Αγάπη μου, βάλε κρασί, ακόμη φέγγει η μέρα.

101

Μια και πηγαίνει ο δρόμος μας προς το νεκροταφείο
Δίχως αγάπη και κρασί είν’ η ζωή φορτίο.
Φιλόσοφος, πες μας λοιπόν, τι σκέπτεσαι για τούτα;
Το κέρδος ποιο να ξέρουμε του κόσμου το βιβλίο; 



πηγή

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου