Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Η ρεμπέτα, οι δερβίσηδες κι οι φίλοι

αναδημοσιεύουμε από το εξαιρετικό blog Δύτης των νιπτήρων

Ξεφυλλίζω τώρα ένα φοβερό βιβλιαράκι (συνοδεύεται από ένα σιντί με σπάνιες, συλλεκτικές παλιές ηχογραφήσεις), το Από τον ταμπουρά στο μπουζούκι. Η ιστορία και η εξέλιξη του μπουζουκιού και οι πρώτες του ηχογραφήσεις 1926-1932 του Σταύρου Κουρούση. Το βιβλίο είναι εξαιρετικό, γραμμένο με μεράκι και πολύ ψάξιμο, και αξίζει να το διαβάσετε ακόμα και αν δεν έχετε ιδέα από έγχορδα και κουρδίσματα (ούτε εγώ έχω), όσο για το σιντί είναι ένα συλλεκτικό επίτευγμα.
Εδώ όμως θέλω να σταθώ σε κάτι που μόνο σε μια μικρή σημείωση του βιβλίου αναφέρεται (σελ. 67 σημ. 60), οπότε ας μη θεωρηθεί ότι τρέχω να γκρινιάξω! Πρόκειται για τη θεωρία ότι το ρεμπέτικο προήλθε από το αρχαίο ρ. ρέμβω και το μεσαιωνικό ρεμβός. Πριν από σχεδόν ένα χρόνο είχα κάπου την ίδια κουβέντα, οπότε μου φαίνεται καλή ιδέα να τη συνοψίσω εδώ (στην πραγματικότητα ξαναλέγοντας κάτι που έχει ξαναειπωθεί, με λίγες προσθήκες).

Η θεωρία για το ρέμβω εμφανίζεται χάρη σε μια αναφορά στον Δουκάγγιο ή για την ακρίβεια τον Charles du Fresne, sieur du Cange ή Ducange (1610-1688), συγγραφέα ενός περίφημου λεξικού των ελληνικών του Μεσαίωνα που θεωρείται απαρχή της λεξικογραφίας των νεότερων ελληνικών.

Σαρλ Ντυ Φρεν, κύριος Ντυ Κανζ
Σαρλ Ντυ Φρεν, κύριος Ντυ Κανζ
Εδώ λοιπόν,(Charles Du Cange, Glossarium ad Scriptores Mediae et Infimae Graecitatis, I-II, Λυών 1688, τόμος ΙΙ, σελ. 1289), διαβάζουμε:
ΡΕΜΠΈΤ, Rebet, Potus species. Vox Arabica. Assisae MSS. Regni Hierosol. cap. 297. το δίκεον του ρεμπέτ, &c. και απέ το κράσι το φέρνουν απέ το λεκίαν, &c.
Η λέξη δηλαδή καταγράφεται ως αραβική (vox Arabica) και σημαίνει potus species, δηλαδή είδος ποτού -τα παραδείγματα είναι από μεσαιωνικές ασίζες, νομικά κείμενα του σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Η επόμενη εγγραφή έχει περισσότερο ενδιαφέρον:
ΡΕΜΠΙΤΌΣ, Erro. Glossae Graecobarb. αλαός, ρεμπιτός, πλανημένος, τυφλός, μάταιος· pro Ρεμβός. Glossae Basilic. Ρεμβός, ο μικρός φυγάς, και εκ του εναντίου ο φυγάς μέγας, ρεμβός έστι· κυρίως ότι Ρεμβός εστιν ο συνεχώς αναιτίως πλανώμενος, και τους καιρούς εις ανόνητα δαπανών, και βραδέως εις τον οίκον αναστρέφων.
Ιωάννης ΜέρσιοςΑ ναι, στην προηγούμενη σελίδα έχει και το ΡΕΜΒΌΣ (Vide Glossas Basilic.), του οποίου λέει «ελληνοβάρβαρη» παραφθορά είναι το ρεμπιτός. Το Glossae Graecobarb., στο οποίο παραπέμπει ο Ντυκάνζ, είναι το Glossarium graeco-barbarum. In quo vocabula quinque millia quadrigenta, officia atque dignitates imperii Constantino, tam in palatio, quam Ecclesia aut militia, explicantur & illustrantur (Λέιντεν 1614) του Johannes van Meurs ή Ioannes Meursius (1579-1639). Εκεί διαβάζουμε (σελ. 470):
Ρεμπιτός: Erro. Glossae Graecobarbarae. αλαός· ρεμπιτός· πλανημένος· τυφλός· μάταιος.
Προσέξτε, εδώ, ότι ο τίτλος του έργου του Μέρσιου δηλώνει ότι θα μιλήσει για τη γλώσσα «στην οποία μιλούσαν και έγραφαν εκκλησιαστικοί και στρατιωτικοί στην αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου» –αποδελτιώνει δηλαδή όχι καμιά σύγχρονή του γλώσσα, αλλά τις βυζαντινές πηγές: αυτά τα ελληνικά ονομάζει «ελληνοβάρβαρα», σε αντιδιαστολή, φαντάζομαι, με την αττική διάλεκτο (φανταστείτε ότι αλαός, τυφλός δηλαδή, είναι λέξη ομηρική που εμφανίζεται δυο-τρεις φορές στην κλασική γραμματεία· μετά, πάπαλα).
Το  Glossae Basilic. πάλι (όπου παραπέμπει ο Ντυκάνζ για το ρεμβός) είναι σχόλια στα Βασιλικά του Λέοντος του Σοφού, σε ένα έργο δηλαδή του 9ου αιώνα τα σχόλια του οποίου φτάνουν μέχρι τον 13ο. Με άλλα λόγια: ο Μέρσιος αποδελτιώνει μια λέξη (ρεμπιτός) σε κάποιο βυζαντινό κείμενο, και ο Ντυκάνζ ή αν προτιμάτε όχι ελληνοβαρβαριστί Δουκάγγιος αντιγράφει τον Μέρσιο και προσθέτει ότι η λέξη είναι παραφθορά του αρχαιότερου ρεμβός, για το οποίο παραπέμπει σε μεσοβυζαντινά σχόλια.
Πόσο παλιά θα πάνε αυτοί οι ρεμπέτες; Ή, αντίστροφα: τι μας λέει ότι πραγματικά αυτή η περίεργη λέξη, ρεμπιτός, ήταν σε χρήση τον 19ο αιώνα οπότε και θα εμφανίστηκαν (φαντάζομαι δεν υπάρχει αντίρρηση σ’ αυτό) οι πρώτοι ρεμπέτες, όπως και να τους λέγανε; Εδώ σκοντάφτουμε σε ένα εμπόδιο για την ώρα αξεπέραστο: το μνημειώδες Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100-1669, του Εμμανουήλ Κριαρά, έφτασε πρόσφατα (πέρσυ για την ακρίβεια) στο γράμμα ρ, ωστόσο -μη χαίρεστε- όχι πέρα από τη λέξη ραβέντι. Αν ωστόσο πάρουμε υπόψη μας ότι ο προηγούμενος τόμος είχε βγει ένα χρόνο πρωτύτερα, το ’11, υπάρχουν ελπίδες να μάθουμε πολύ σύντομα αν η λέξη όντως επέζησε στα ελληνικά ή πρόκειται μόνο για τη μούμια ενός βυζαντινού όρου, πιθανώς νομικού, που φυλάχτηκε ως κόρη οφθαλμού στα λεξικά των ουμανιστών φιλόλογων που δεν είχαν ποτέ ταξιδέψει σε μέρη όπου μιλούσαν ελληνικά και ξεσκόνιζαν τη βυζαντινή γραμματεία…
Γιατί αλλιώς υπάρχει ένα πρόβλημα: μια λέξη που πιθανότατα δεν ξαναεμφανίζεται μετά τις σταυροφορίες, ή τουλάχιστον (αν θεωρήσουμε ότι ο Μέρσιος είχε κάποιον πληροφορητή αλληλογράφο) τελευταία φορά μαρτυρείται στις αρχές του 17ου αιώνα, πώς ξαναεμφανίζεται με τόσο συγκεκριμένο περιεχόμενο… χμ, χμ… πότε; Ναι όντως, πότε πρωτοεμφανίζεται η λέξη ρεμπέτης ή ρεμπέτικο;
Εδώ η συνήθης άποψη είναι εκείνη του Πάνου Σαββόπουλου, ότι η λέξη ρεμπέτικο (για τη λέξη λέμε πάντα!) δηλαδή πρωτοεμφανίζεται σε ένα δισκάκι γύρω στο 1912 και ότι (δανείζομαι την περιληπτική απόδοση από τον Νίκο Σαραντάκο) τη λέξη την έπλασε κάποιος έξυπνος διευθυντής εταιρείας δίσκων (ή στέλεχος εταιρείας) που ήξερε το ρέμπομαι και το ρεμπετός, στο μοντέλο μποέμης -μποέμικο, ρέμπομαι-ρεμπετός-ρεμπέτικο. Ισχύει-δεν ισχύει, πάλι δεν μας διασαφηνίζει πότε εμφανίζεται η λέξη, έστω όχι ρεμπέτικο αλλά ρεμπέτης ή τέλος πάντων κάτι παρόμοιο. Να βγήκε με βυζαντινές λέξεις διαφημιστικό κόλπο (και να έπιασε κιόλας!) για λαϊκό άσμα, λίγο δύσκολο ακούγεται. Για να μην πολυλογούμε, νομίζω ότι το συγκεκριμένο θέμα λύθηκε μάλλον οριστικά και μάλιστα από τα σχόλια αυτού εδώ του ταπεινού ιστολογίου, όταν το spatholouro (που, επιτρέψτε μου να ξέρω, δεν είναι κανένας τυχαίος) σχολίασε στη σχετική κουβέντα:
[Γ]ια τους ρεμπετοερευνώντες είναι λουκουμάκι σκέτο το βιβλίο του Μηνά Χαμουδόπουλου, “Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται” (Σμύρνη 1871), καθώς εκεί πρωτοαπαντά, ως φαίνεται έως τώρα, η λέξη “ρεμπέτα”, στο θηλυκό μάλιστα, όπως ξεκίνησε και η λέξη “μάγκα”.
Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι ο όρος αυτός απαντά 38 φορές στο βιβλίο αυτό. Παραθέτω ενδεικτικά: «το καμάρι της Ρεμπέτας», «τα παιδιά της Ρεμπέτας», «το στολίδι της Ρεμπέτας», «εις τας τάξεις της Ρεμπέτας», «η ρεμπέτα έπεσε σε μπαγάσικα χέρια», «η ρεμπέτα το’ χει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι», «για το ονόρε της ρεμπέτας», «η ρεμπέτα δεν αφίνει τα παιδιά της να πεινάσουν», «τόσα χρόνια είμαι μέσα στη ρεμπέτα», «το’ χουν τιμή τους να’ νε μέσα στη ρεμπέτα».
Στη σελίδα 11 δίνεται και ο ορισμός της (με τη λέξη Ρεμπέτα  «ονομάζουσιν οι νυκτοκλέπται το σύνολον των νυκτοκλεπτών).
Το βιβλίο του Χαμουδόπουλου έχει και πρόσθετο ενδιαφέρον, σε ό,τι αφορά το αργκοτικό λεξιλόγιο που ενσωματώνει σποράδην, και μάλιστα σε μια τόσο πρώιμη εποχή, 56 χρόνια πριν από το Τουμπεκί… του Πικρού.
Εδώ συναντάμε λέξεις και φράσεις αποσπασμένες από τον κορμό μιας πρώιμης συνθηματικής γλώσσας: μπανιστής (=κατάσκοπος), σβελτσέτα και καπατσιτά, σαπουκαλίδες (=όσους, αφού περάσουν από φυλακή, μετά με ψύλλου πήδημα τους κουβαλάνε μέσα), πλιάτζικα (=τα κλοπιμαία), σκυλόστομο (=το κρεμαστό κλείθρο, κοινώς λουκέτο), παίρνω πρόβες (=βγάζω κέρινα αντίτυπα των κλείθρων), γκόμινες, φούρκα (=φυλακή;), σουμπέ (=υποψία), ρουκάνισμα (=διάρρηξη), μπουταλάς, κολαούζι, κόβω λάσπη, τσατ πατ, σακουλεύομαι, σουσούμια, μονόφθαλμο (ευμεγέθης κύλινδρος, εντός του οποίου τίθεται μακρύς κηρός −αντί για χαρτοφάναρο), βγαίνω φλούδα (παίρνω μηδενικό μερτικό από κλοπή »).

Μηνάς Χαμουδόπουλος
Μηνάς Χαμουδόπουλος
Το ληξιαρχείο λέξεων λοιπόν μπορεί νομίζω άνετα να αποφανθεί ότι η πρώτη μορφή της λέξης είναι η ρεμπέτα, με τη σημασία που αργότερα στην Ελλάδα απέκτησε π.χ. η φάρα, και ότι χρονολογείται το αργότερο το 1870 (Δεν λέω ότι μόνο ο spatholouro και όσοι διαβάζουν Δύτη το ξέρουν, αλλά ας πούμε δεν μπορώ να μπω στην «Κλίκα«, το διαδικτυακό περιοδικό, όπου πήρε το μάτι μου ότι έχει γραφτεί κάτι σχετικά). Ο Χαμουδόπουλος, διαβάζω, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1843 και έζησε εκεί μέχρι το 1880, οπότε έφυγε για την Πόλη.
Ναι, πόθεν όμως η λέξη «ρεμπέτα» (που, λέει, χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα στη Λέσβο, με την έννοια του άσωτου γλεντοκόπου); Νομίζω ότι το χάσμα από τον Μέρσιο (αν…) στο Χαμουδόπουλο (πάνω από δυόμισυ αιώνες!) είναι πολύ δύσκολο να γεφυρωθεί –εκτός, δηλαδή, αν μας διαψεύσει ο επόμενος τόμος του λεξικού του Κριαρά όταν βγει. Μια συνήθης ετυμολογία είναι από το τουρκικό rabιta, που σημαίνει δεσμός, αδελφική φιλία. Αντιγράφω, για παράδειγμα, από το λεξικό του Ιωάννη Χλωρού (Κων/πολη 1899):
   رابطه  ραπ̇ητά, κ. ραπ̇ουτά [πάνω από το π έχει μια τελεία, δηλ. b] δεσμός, συνάφεια, σχέσις, αφοσίωσις, τάξις, κανών, διάταξις: rabıta-ı ihvet δεσμός αδελφότητος, αδελφικός· rabıta-ı muhabbet δεσμός αγάπης, φιλίας· rabıta-ı kalbiyye δεσμός, σχέσις εγκάρδιος [κλπ.]
Έχω την εντύπωση ότι το βασικότερο πρόβλημα εδώ (κατά τα άλλα μια χαρά!) είναι ο τονισμός, δηλαδή πως το ραμπιτά έγινε ρεμπέτα και όχι ξερωγώ ραμπουτάς. Πάμε όμως στα σύγχρονα λεξικά μας: Το ΛΝΕΓ, του Μπαμπινιώτη δηλ., το ετυμολογεί «πιθανώς από το τουρκ. [αραβικό δηλ.] rıbat». Και πράγματι, στο λεξικό του Redhouse η λέξη έχει τις εξής ενδιαφέρουσες σημασίες: 1. bond, band, tie 2. inn; military station on a frontier 3. lodge for dervishes 4. nerve, tendon. Ο παλιός (ο αυθεντικός δηλαδή) Redhouse, του 1890 (Sir James W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon, Κωνσταντινούπολη 1890), έχει περισσότερες σημασίες:
رباط  A college; a poor-house; a surgical bandage; a love-charm; a snare for game
Έχει επίσης τη λέξη rıbati (τονίζεται στη λήγουσα, αλλά στα αραβικά στην παραλήγουσα, δηλ. ριμπάτι) που σημαίνει pertaining to anything termed ribat. Θα μπορούσε αυτό το ριμπάτι να δώσει τον ρεμπέτη; Αν τονιστεί στην παραλήγουσα, δείχνει πιο πολύ αραβικό παρά τουρκικό περιβάλλον -αλλά πάλι, ο Πετρόπουλος κάπου γράφει ότι το χασίσι, λέει, ήρθε στην Αθήνα από “πρώην φυλακισμένους του Μισιριού” ή κάπως έτσι. Στη Σμύρνη όμως;
Ας δούμε λίγο καλύτερα αυτή τη λέξη, το ριμπάτ.  Το λεξικό του Χλωρού, εδώ, μας δίνει:
رباط νήμα, δεσμός: rıbat-ı muhabbet δεσμός αγάπης· κατάλυμα, οίκος, μοναστήριον δερβισών
καθώς και ριμπατ-ί “γραμμώδης, δεσμώδης [βοτ.ανατ.]” που είναι μάλλον άσχετο. Το λεξικό του Νισανιάν δεν την θησαυρίζει, βέβαια, αλλά να τι γράφει ο Μενίνσκι, στα τέλη του 17ου αιώνα:
  رباط  rıbât (μπλα μπλα) Pl. رباطات ribâtât. Firma structura, alias karban seraj, müsâfırler iciun japylan tekje. Diversorium publicum, Xenon, fabrica, aedificium publicum. Hosteria, o casa grande publica per alloggiare le Carauane, e gl’altri Passaggieri, edificio, fabrica, et statio in Confiniis. [κλπ, κλπ.]
δηλαδή, με λίγα λόγια, δερβισικός ή μη ξενώνας, καραβανσαράι. Πάμε κάναν αιώνα πιο μετά στο λεξικό των Jean Daniel Kieffer – Thomas-Xavier Bianchi, Dictionnaire turc-français à l’usage des agents diplomatiques et consulaires, des commerçants, des navigateurs et autres voyageurs dans le Levant, 2 τ., Παρίσι [A l’imprimerie royale], 1835-1837:
رباط ribâth, 1. Edifice où logent les caravanes. 2. Partie considérable de la ville de Salé, en Afrique. 3. Station sur les frontières.
Πάλι καραβανσαράι ή μεθοριακός σταθμός δηλαδή, αλλά και ένα κομμάτι της διαβόητης πόλης των πειρατών της Μπαρμπαριάς, του Σαλέ! Ένα λεξικό πιο κοντά στον Χαμουδόπουλο, εκείνο του Julius Theodor Zenker, του 1866 (Dictionnaire turc-arabe-persan, Λειψία 1866):
RYBÂT. lieu de station ou de garnison (des soldats, moines, etc.); édifice fortifié; hôtellerie, hospice; ermitage. Ort wo Soldaten oder Einsiedler, Mönche u. dgl. stationiren; Garnisonsort; befestigter Ort, Haus, Blockhaus u. dgl. mit Besatzung; Mönchshospiz; Einsiedelei. (…) – رباطیّ RYBÂTÎJ. hôtellier. Wirth oder Verwalter eines Herbergshauses u. dgl.
Σταθμός φρουράς, ξενώνας, άσυλο δερβίσηδων και τέτοια. Ριμπατί ο ξενοδόχος, επίσης. Έχει και ένα άλλο, «θάρρος, σταθερότητα», που δεν βρήκα μ’ αυτή τη μορφή (την αραβική, που τελειώνει σε -α ή -ε, ριμπάτα ή ριμπατέ δηλαδή) στα άλλα λεξικά (π.χ. ο Χλωρός το έχει « رباطت ριπ̇ατάτ γενναιότης, ευστάθεια»):
 رباطه RIBÂTE. action de raffermir. Befestigung. رباطه القلب [rıbâtetü’l-kalb] assurance, courage. Beherztheit, Muth. – [RIBATE] ETMEK, encourager. Muth einsprechen.
Μια και πήραμε σβάρνα τα λεξικά, ας δούμε και κάτι οθωμανο-οθωμανικό (Şemseddin Sâmî, Kâmus-ı Türkî, Κωνσταντινούπολη (İkdâm Matba’ası) 1900), απ’ όπου μεταφράζω:
1. Δεσμός, τάξη. 2. Γερό κτίριο. 3. Κτίριο προορισμένο για την παραμονή ταξιδιωτών, όπως τεκές ή καραβάν-σαράι.
Χμ. Είναι άραγε πιο πιθανό από το απλούστερο ραμπιτά, τον «δεσμό» δηλαδή; Στο κάτω-κάτω, το πρόβλημα του τονισμού πάλι δεν λύθηκε, εκτός αν υποθέσουμε ότι το ριμπάτι, που (με αυτό τον τονισμό, κάπου στην Αλεξάνδρεια ή στο Χαλέπι ξερωγώ) πρέπει να σήμαινε κάτι σαν τρόφιμος δερβισικού ξενώνα ή πτωχοκομείου, έγινε ρεμπέτης (όπως ο δερβίσης άλλαξε σημασία στον ελληνικό ντερβίση, δηλαδή), ήρθε στη Σμύρνη και από εκεί βγήκε η ρεμπέτα. Ξεκίνησα πιστεύοντας ότι είχε δίκιο εδώ ο Μπαμπινιώτης, νομίζω όμως ότι τελικά η άλλη ετυμολογία (το ραμπιτά) δεν κλονίστηκε ιδιαίτερα.
*
Τελειώσαμε;
Χμ, όχι! Μας έχει μείνει ένα (και πολύ καλό) ελληνικό λεξικό, το ΛΚΝ του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη. Όπου διαβάζουμε:
ίσως θ. της σλαβ. λ. rebyonok, rebyata· ρεμπέτ(ης) -ισσα
Τι να πει κανείς τώρα. Το βάζω στον γουγλομεταφραστή που μου το βγάζει σλοβένικο αλλά χωρίς μετάφραση (rebyonok μοιάζει πάντως να σημαίνει «παιδί» και rebyata όχι το θηλυκό, αλλά ο πληθυντικός, κάτι σαν «φίλοι»). Ο λόγος στους σλαβομαθείς, λοιπόν. Για μένα η μόνη βεβαιότητα, για την ώρα, είναι ότι ο καημένος ο ρεμπιτός, όσο ωραία και γοητευτική ανακάλυψη και αν είναι, δεν έχει καμία μάλλον σχέση με τη ρεμπέτα της Σμύρνης ή οποιουσδήποτε άλλους ρεμπέτες.
***
Στην πραγματικότητα, έγραψα όλη αυτή την επίδειξη μάταιης έρευνας πρώτον, για να βάλω όλα αυτά κάπου να γκουγκλίζονται για να μην ταλαιπωριέται ο κόσμος όπως ταλαιπωρήθηκα εγώ να τα βρω και να τ’ αντιγράψω, δεύτερον, για να καταλήξω σε μιαν άσχετη, αλλά ρεμπετολογική ερώτηση. Διαπιστώνω ότι (τουλάχιστον όπου φτάνει το μάτι μου) κανείς δεν ξέρει τι, ποιος ή πού είναι το αντουλέ, που λέει ο Νταλγκάς σε ένα περίφημο αμανέ (που όσον αφορά την καταγραφή των στίχων του έχει κακοπάθει και αλλού, με τη Μενεμένη για παράδειγμα (Μενεμέν – πες μου πού ‘σαι gel hemen [έλα αμέσως] ακούω εγώ, και όχι ben bu işe hiç gelemem) να έχει γίνει «με λεν». Σε ένα βιντεάκι το βρήκα μέχρι και «Ανθουλέ»…
Καμιά ιδέα κανείς; Εδώ κάποιος δίνει τους τούρκικους στίχους (tabancası belinde λέγεται το τραγούδι, «με το πιστόλι στη μέση») σύμφωνα με την εκτέλεση του Μάρκου Μελκόν, ως haydende (με ερωτηματικό) –να λέει κάτι σαν «χάιντε ντε» άραγε;

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου