Κυριακή 21 Απριλίου 2019
Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος
Από το "Ζ: Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος" του Βασίλη Βασιλικού
(απόσπασμα)
Περνούσε απ' τη διασταύρωση αυτή για να πάει στο σπίτι ενός φίλου του
ν' ακούσουν κάτι καινούριους δίσκους τζαζ, όταν το μεγάφωνο ανάγγειλε:
—Προσοχή, προσοχή, θα σας μιλήσει εντός ολίγου ο Ζ.
Από περιέργεια στάθηκε να ακούσει τα πρώτα λόγια της ομιλίας του.
Ήταν μπροστά απ' το ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ», μαζί με το διευθυντή του
ξενοδοχείου, γνωστό του εμπορευόμενο, και τον καταστηματάρχη απ' το
διπλανό ζαχαροπλαστείο, που σερβίριζε ζεστούς λουκουμάδες και είχε βγει
κι αυτός, όπως κι ο ξενοδόχος, για να παρακολουθήσουν έκπληκτοι τις
αντικραυγές του αγριεμένου κόσμου. «Να φύγουν οι Βούλγαροι!» «Θάνατος
στον Ζ!» και άλλα τέτοια. Με έκπληξη άκουσε τα πρώτα λόγια του βουλευτή:
μια έκκληση στον Νομάρχη, στον Στρατηγό, στον Διευθυντή και στις λοιπές
Αρχές, να προστατέψουν τη ζωή του Σπαθόπουλου, που κινδυνεύει. Με τούτη
τη φράση ο Ντίνος ανησύχησε. Ξάφνου πήρε κάποιο νόημα όλη αυτή η
στημένη πλεκτάνη των αντιφρονούντων. Αλλά τον παρηγόρησε το γεγονός ότι
σχεδόν ολόκληρη η δύναμη της Χωροφυλακής ήταν εκεί και μπορούσε κάθε
στιγμή να επέμβει. Όσο περνούσε όμως η ώρα, τόσο έβλεπε πως η Αστυνομία
δεν έκανε τίποτα απολύτως. Δεν εμπόδισε κανένα. Δεν έπιασε κανένα. Μόνο
μερικές φορές έσπρωξε πίσω αυτούς που φωνασκούσαν κι ύστερα τίποτα.
Το λόγο του Ζ δεν τον άκουσε. Άκουγε μόνο τα θυελλώδη χειροκροτήματα
που τον διακόπταν και τα συνθήματα των «Φίλων της Ειρήνης» απ' το
μεγάφωνο. Έμεινε εκεί, στο διάολο οι δίσκοι! Εδώ γίνονταν απόψε πράγματα
που δεν τα είχε ζήσει ούτε στα φοιτητικά του χρόνια.
Όταν είδε το τρίκυκλο να ορμά, κάποιον να πέφτει, άλλους να
σκαρφαλώνουν στο τρίκυκλο, χωρίς να μπορούν να το σταματήσουν, και τρεις
δικηγόρους να τρέχουν πανικόβλητοι ζητώντας καταφύγιο μες στο
ξενοδοχείο, σαν να γινόταν έξω βομβαρδισμός και προσπαθούσαν να
γλιτώσουν από τα βλήματα, για πρώτη φορά το ήρεμο πρόσωπό του συσπάστηκε
επώδυνα. Κι έπειτα η ψυχρολουσία του μυστικού με το τσιμπούκι τον έβαλε
σε σκέψεις. Γύρισε σπίτι του, γιατί ήξερε πως σε τέτοιες στιγμές, όπως η
αποψινή, το καλύτερο είναι να απουσιάζεις. Και είχε γάμο τον άλλο μήνα,
πάντρευε την αδελφή του. Και η δική του εφηβεία είχε προ πολλού ταφεί
κάτω απ' τα γεωργικά μηχανήματα.
Το σπίτι του ήταν στον ίδιο δρόμο, δύο τετράγωνα πίσω, προς την Αγία
Σοφία. Γύρισε, τσίμπησε κάτι μελιτζάνες, που είχε φτιάξει η μάνα του από
χτες, κι έπειτα ξαναβγήκε. Η περιέργεια τον έτρωγε να μάθει ποιον
χτύπησε το τρίκυκλο. Στο ίδιο μέρος τώρα ήταν λίγοι άνθρωποι που
περιπλανιόνταν σαν τους φτωχούς κομπάρσους, τους άσημους, πάνω στο πλατό
απ' όπου όλοι οι πρωταγωνιστές, οι φίρμες, έχουν φύγει. Πλησίασε μια
παρέα από δαύτους και τους ρώτησε:
—Τι συμβαίνει, παιδιά; Τι έγινε εδώ πριν από λίγο;
—Ο κύριος ενδιαφέρεται να μάθει τι συμβαίνει, είπε ένας βαρύμαγκας σ' εκείνον που έμοιαζε αρχηγός.
—Μήπως ο κύριος επιθυμεί τίποτα; τον ρώτησε ο αρχηγός με τη σειρά του.
—Με συγχωρείτε…
—Όσο χωρέσει.
Και κάγχασε.
—Ήθελα να πω…
—Δεν πας, παιδάκι μου, στο σπιτάκι σου, του είπε ένας άλλος.
—Δεν συμβαίνει τίποτα, του μίλησε τότε ο πρώτος. Σκοτώσαμε έναν κομουνιστή.
Και φουσκώνοντας σαν παγόνι ξεκαρδίστηκε στα γέλια με την παρέα του.
—Τον κάναμε Αθανάσιο Διάκο, είπε ένας άλλος.
-Του δώσαμε ένα μαθηματάκι εμείς οι Μακεδόνες.
Ο Ντίνος μαρμάρωσε στη θέση του, καθώς η ομάδα απομακρυνόταν προς τα
πάνω. «Οι αλητήριοι», σκέφτηκε, «δεν έχουν το Θεό τους». Κι αμέσως μετά
-το μυαλό του δούλεψε γρήγορα- τράβηξε για το Σταθμό Πρώτων Βοηθειών. Μα
κι εκεί συνάντησε την ίδια παγωνιά. Ο θυρωρός δεν τον άφησε να μπει
μέσα.
—Τι έγινε; Ποιον φέραν;
—Τι είστε; Δημοσιογράφος;
—Όχι, πολίτης. Έλλην πολίτης. Ζητώ να μάθω.
—Δεν έγινε τίποτα. Τίποτα το σοβαρό. Τραυματίστηκε ένας νεαρός.
Απογοητευμένος που δεν μπορούσε να μάθει περισσότερα, ο Ντίνος κίνησε
να φύγει, μα είδε να 'ρχεται στο Πρώτων Βοηθειών ένας άλλος άνθρωπος,
με σκισμένο πουκάμισο, ματωμένος, που ζητούσε να του δέσουν τα τραύματα.
Τον πρόσεξε καλύτερα και είδε με έκπληξη ότι ήταν το ίδιο άτομο που
είχε δει στην καρότσα του σταματημένου τρικύκλου, μπροστά από το
«Κοσμοπολίτ», να μιλάει με το γνωστό του χωροφύλακα, επόπτη της περιοχής
του. Δεν μπόρεσε να δέσει τα γεγονότα μεταξύ τους.
Γυρνώντας για το σπίτι του τα βήματά του τον έφεραν στο ίδιο μέρος.
Τώρα η πλατεία ήταν άδεια εντελώς. Δυο τρεις με πολιτικά κυκλοφορούσαν
στο μισοσκόταδο των πλαϊνών δρόμων. Και στο σημείο όπου το τρίκυκλο
χτύπησε τον άγνωστό του, πάνω στην άσφαλτο, κείτονταν σκορπισμένα δυο
αγκαλιές κόκκινα γαρύφαλλα. Έτσι άθιχτος που μες στο θάνατο απέρχεσαι, σκέφτηκε, νομίζοντας πως ήταν ένας έφηβος δεκαεφτά χρονών που είχε σκοτωθεί.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου