Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016
Κιόρογλου και Τσακιτζής
η παρακάτω ανάρτηση βασίζεται στο πολύ καλό άρθρο του Στράτου Γιακαλή "Κιόρογλου και Τσακιτζής" που μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο εδώ.
"Δυο απ’ τα πιο γνωστά τραγούδια που ακούγονται όχι μόνο στο χωριό μας αλλά σε όλη την Λέσβο, και όχι μόνο, είναι ο «Γκιόρογλους» ή ο «χορός των αλόγων» -που μπορεί να χαρακτηριστεί και εθνικός ύμνος της Αγίας Παρασκευής- και ο «Τσάκιτζης».
Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τις ιστορικές ρίζες αυτών των τραγουδιών και δεν εννοούμε μόνο ότι προέρχονται από την γείτονα μας χώρα την Τουρκία. Αναφερόμαστε ότι αυτά τα τραγούδια υμνούν δυο ληστές, που έγραψαν ηρωική ιστορία στην Τουρκία,λατρεύτηκαν απ’ τον φτωχό γειτονικό λαό και τα κατορθώματα τους έγιναν μύθοι και τραγούδια που πέρασαν και στα μέρη μας.
Κιόρογλου είναι το όνομα του Καππαδόκη ήρωα της μεγαλύτερης τουρκικής εποποιΐας «Κιόρογλου Ντεστανή» και σημαίνει «ο γιος του τυφλού» ή κατά μια άλλη εκδοχή «ο γιος του άπιστου», του κιαφίρ, του γκιαούρη, δηλαδή του άπιστου χριστιανού που παντρεύτηκε μια μουσουλμάνα.
Ο Κιόρογλου ήταν ένας λαϊκός ληστής, ένας επαναστάτης που σε όλη του τη ζωή πάλεψε ενάντια στους Οθωμανούς τοπάρχες και στις αυθαιρεσίες του Σουλτάνου βοηθώντας παράλληλα τον φτωχό κόσμο της πατρίδας του, γ’ αυτό και λατρεύτηκε απ’ τα φτωχά λαϊκά στρώματα της Τουρκίας. Εδρασε κυρίως στην Μικρά Ασία αν και η καταγωγή του ήταν απ' την Καππαδοκία. Κανένας δεν μας πληροφορεί γιατί το οργανικό κομμάτι που γράφτηκε για να εξυπνήσει τα κατορθώματα του συνδιάστηκε με το πανηγύρι του Ταύρου. Αυτό που συναντάμε στην βιβλιογραφία είναι ότι το τραγούδι ήρθε από την Τουρκία στην Λέσβο στην δεκαετία του 1920 και αρχικά οι παλιοί το λέγαν «Πεχλιβάνης», που θα πεί παλληκαράς, γι' αυτό και τον χορεύαν με τα μαχαίρια, όχι σαν τώρα, πάνω στα άλογα και στα πανηγύρια."
"Δυο απ’ τα πιο γνωστά τραγούδια που ακούγονται όχι μόνο στο χωριό μας αλλά σε όλη την Λέσβο, και όχι μόνο, είναι ο «Γκιόρογλους» ή ο «χορός των αλόγων» -που μπορεί να χαρακτηριστεί και εθνικός ύμνος της Αγίας Παρασκευής- και ο «Τσάκιτζης».
Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τις ιστορικές ρίζες αυτών των τραγουδιών και δεν εννοούμε μόνο ότι προέρχονται από την γείτονα μας χώρα την Τουρκία. Αναφερόμαστε ότι αυτά τα τραγούδια υμνούν δυο ληστές, που έγραψαν ηρωική ιστορία στην Τουρκία,λατρεύτηκαν απ’ τον φτωχό γειτονικό λαό και τα κατορθώματα τους έγιναν μύθοι και τραγούδια που πέρασαν και στα μέρη μας.
Κιόρογλου είναι το όνομα του Καππαδόκη ήρωα της μεγαλύτερης τουρκικής εποποιΐας «Κιόρογλου Ντεστανή» και σημαίνει «ο γιος του τυφλού» ή κατά μια άλλη εκδοχή «ο γιος του άπιστου», του κιαφίρ, του γκιαούρη, δηλαδή του άπιστου χριστιανού που παντρεύτηκε μια μουσουλμάνα.
Ο Κιόρογλου ήταν ένας λαϊκός ληστής, ένας επαναστάτης που σε όλη του τη ζωή πάλεψε ενάντια στους Οθωμανούς τοπάρχες και στις αυθαιρεσίες του Σουλτάνου βοηθώντας παράλληλα τον φτωχό κόσμο της πατρίδας του, γ’ αυτό και λατρεύτηκε απ’ τα φτωχά λαϊκά στρώματα της Τουρκίας. Εδρασε κυρίως στην Μικρά Ασία αν και η καταγωγή του ήταν απ' την Καππαδοκία. Κανένας δεν μας πληροφορεί γιατί το οργανικό κομμάτι που γράφτηκε για να εξυπνήσει τα κατορθώματα του συνδιάστηκε με το πανηγύρι του Ταύρου. Αυτό που συναντάμε στην βιβλιογραφία είναι ότι το τραγούδι ήρθε από την Τουρκία στην Λέσβο στην δεκαετία του 1920 και αρχικά οι παλιοί το λέγαν «Πεχλιβάνης», που θα πεί παλληκαράς, γι' αυτό και τον χορεύαν με τα μαχαίρια, όχι σαν τώρα, πάνω στα άλογα και στα πανηγύρια."
Επίσης γνωστή είναι η ηχογράφηση το "Σαλβάρι του Κιόρογλου" βασισμένη στην παραπάνω μελωδία και τις παραλλαγές της τόσο από τη Μαρίκα την Πολίτισα όσο και από τη Ρόζα Εσκενάζυ γύρω στα 1932.
"Δυστυχώς δεν συναντήσαμε σημαντικές αναφορές για τον Κιόρογλου στην ελληνική βιβλιογραφία εν αντιθέσει με τον Τσάκιτζη για τον οποίον υπάρχει πλούσιο υλικό.
Ετσι, λοιπόν θα χρησιμοποιήσουμε το υπέροχο βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη "Ρεμπέτικο και πολιτική" για να μιλήσουμε γ’ αυτόν τον επαναστάτη-ληστή που έγινε τραγούδι φτάνοντας στο σημείο να έχει «αγιοποιηθεί» στην συνήδηση των λαϊκών καταπιεσμένων στρωμάτων της Τουρκίας την εποχή του.
Ετσι, λοιπόν θα χρησιμοποιήσουμε το υπέροχο βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη "Ρεμπέτικο και πολιτική" για να μιλήσουμε γ’ αυτόν τον επαναστάτη-ληστή που έγινε τραγούδι φτάνοντας στο σημείο να έχει «αγιοποιηθεί» στην συνήδηση των λαϊκών καταπιεσμένων στρωμάτων της Τουρκίας την εποχή του.
Ο Τσακιτζή Μεχμέτ εφές γεννήθηκε στο χωριό Αγιά Σουλούκ, κοντά στο Αϊδίνι, ήταν καπετάνιος των Ζεϊμπέκων και φορούσε την περήφανη χαρακτηριστική στολή τους.
Ο Τσακιτζής βγήκε στην παρανομία και σχημάτισε ένοπλη ομάδα με σκοπό να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, που ήταν κι εκείνος παράνομος και τον σκότωσαν με δόλο οι ζαπτιέδες, κατά διαταγή του βαλή της Σμύρνης και του ίδιου του Σουλτάνου. Με αυτό ως αφορμή, ο Τσακιτζής γενίκευσε τη θεώρησή του, θεώρησε σαν εχθρό του ολόκληρη την κρατική εξουσία και τους εκπροσώπους της: τους ζαπτιέδες, τους τζανταρμάδες, τους μισθοφόρους τουφεξήδες και τους αξιωματικούς τους, κι εξόντωσε πολλούς από αυτούς.
Όλα αυτά γινόντουσαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η ένοπλη δράση του Τσακιτζή, του πατέρα του, όπως και των άλλων εφέδων της φυλής τους, ίσως να σχετίζεται με τις μεγάλες εξεγέρσεις των Ζεϊμπέκων του 19ου αι. εναντίον του τουρκικού κράτους που κατέστρεφε τον τρόπο ζωής τους και τους καταπίεζε.
Βλέποντας ότι το κράτος τους καταπίεζε, ο Τσακιτζής παρακίνησε τους φτωχούς αγρότες να μην πληρώνουν φόρους, κι απαγόρεψε στους φοροεισπράκτορες, με ποινή θανάτου, να έρχονται στην περιοχή που είχε κάτω από τον έλεγχό του.
Ξεκινώντας με την πρόθεση να αποδώσει μόνος του δικαιοσύνη σε μια προσωπική αδικία που του κάνανε, ο Τσακιτζής έφτασε στην ιδέα να απονείμει, γενικότερα, δικαιοσύνη στην περιοχή του και μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του. Έτσι, άρχισε να αποσπά με τη βία μεγάλα ποσά απ' τους πλουσίους, τους τσιφλικάδες, τους προύχοντες, και τους τοκογλύφους και να τα χρησιμοποιεί προς όφελος των οικονομικά αδυνάτων. Έκανε δωρεές, προίκιζε φτωχές κοπέλες, έχτιζε γεφύρια, βρύσες, έφτιαχνε κοινωφελή έργα. Οι πλούσιοι Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι και άλλοι, διαμαρτύρονταν στις αρχές και ζητούσαν την εξόντωση του Τσακιτζή. Όμως οι φτωχοί, ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, τον αγαπούσαν, τον προστάτευαν και του πλέκανε τραγούδια στα ελληνικά, στα τούρκικα, στα αρμένικα.
Ο Τσακιτζής βγήκε στην παρανομία και σχημάτισε ένοπλη ομάδα με σκοπό να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, που ήταν κι εκείνος παράνομος και τον σκότωσαν με δόλο οι ζαπτιέδες, κατά διαταγή του βαλή της Σμύρνης και του ίδιου του Σουλτάνου. Με αυτό ως αφορμή, ο Τσακιτζής γενίκευσε τη θεώρησή του, θεώρησε σαν εχθρό του ολόκληρη την κρατική εξουσία και τους εκπροσώπους της: τους ζαπτιέδες, τους τζανταρμάδες, τους μισθοφόρους τουφεξήδες και τους αξιωματικούς τους, κι εξόντωσε πολλούς από αυτούς.
Όλα αυτά γινόντουσαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η ένοπλη δράση του Τσακιτζή, του πατέρα του, όπως και των άλλων εφέδων της φυλής τους, ίσως να σχετίζεται με τις μεγάλες εξεγέρσεις των Ζεϊμπέκων του 19ου αι. εναντίον του τουρκικού κράτους που κατέστρεφε τον τρόπο ζωής τους και τους καταπίεζε.
Βλέποντας ότι το κράτος τους καταπίεζε, ο Τσακιτζής παρακίνησε τους φτωχούς αγρότες να μην πληρώνουν φόρους, κι απαγόρεψε στους φοροεισπράκτορες, με ποινή θανάτου, να έρχονται στην περιοχή που είχε κάτω από τον έλεγχό του.
Ξεκινώντας με την πρόθεση να αποδώσει μόνος του δικαιοσύνη σε μια προσωπική αδικία που του κάνανε, ο Τσακιτζής έφτασε στην ιδέα να απονείμει, γενικότερα, δικαιοσύνη στην περιοχή του και μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του. Έτσι, άρχισε να αποσπά με τη βία μεγάλα ποσά απ' τους πλουσίους, τους τσιφλικάδες, τους προύχοντες, και τους τοκογλύφους και να τα χρησιμοποιεί προς όφελος των οικονομικά αδυνάτων. Έκανε δωρεές, προίκιζε φτωχές κοπέλες, έχτιζε γεφύρια, βρύσες, έφτιαχνε κοινωφελή έργα. Οι πλούσιοι Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι και άλλοι, διαμαρτύρονταν στις αρχές και ζητούσαν την εξόντωση του Τσακιτζή. Όμως οι φτωχοί, ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, τον αγαπούσαν, τον προστάτευαν και του πλέκανε τραγούδια στα ελληνικά, στα τούρκικα, στα αρμένικα.
Η φήμη του είχε φτάσει στην Ελλάδα απ' τον καιρό που ζούσε ακόμα ο θρυλικός εφές, πολύ πριν φτάσουν εδώ οι μικρασιάτες πρόσφυγες. Το σχετικό ελλαδίτικο, όπως φαίνεται κι από τους στίχους, τραγούδι, εύχεται μέσα στην αφέλειά του να μπορούσε να έρθει ο Τσακιτζής και στην Ελλάδα, για να απονείμει κι εδώ την κονωνική του δικαιοσύνη:
"Τσακιτζή, δεν εβαρέθης στα σμυρνέικα χωριά;
Δεν περνάς και στην Ελλάδα, να παντρέψεις ορφανά;"
Βεβαίως, αν το δούμε αντικειμενικά, ο Τσακιτζής ήταν ένας ληστής με τη νομική έννοια του όρου, δηλαδή ήταν κάποιος που ιδιοποιείται ξένα πράγματα με τη βία ή την απειλή βίας. Όμως οι αγρότες κι η φτωχολογιά των πόλεων δεν τον θεωρούσαν κακούργο. Ενδεικτική η μαρτυρία που διασώζει ο Νέαρχος Γεωργιάδης:
"Τον λέγανε ληστή! Εγώ δεν τον εθεωρούσα για κακούργο αυτόν τον άνθρωπο. Όταν τόσους ανθρώπους που δεν είχανε βόδια να ζευγαρώσουνε τους αγόραζε βόδια, όταν πάντρεψε τόσα κορίτσια, όταν εχάλανε ενούς το σπίτι, επήγαινε και του'δινε να χτίσει καινούργιο... Ε, λοιπόν αυτός ο άνθρωπος θα τον πω ότι ήτανε κακούργος? Αυτός ήτανε σωτήρας του κοσμάκη!"
Έχει παρατηρηθεί ότι οι ληστές, κοινωνικοί και μη, είναι άνθρωποι της δράσης μάλλον παρά της θεωρίας. Ο Τσακιτζή Μεχμέτ εφές δεν είχε κανένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα. Όμως από τη δράση του πηγάζουν μερικές πολιτικές έννοιες που θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν ως εξής:
*Αντιεξουσιαστική στάση, εχθρότητα προς ένα απολυταρχικό και καταπιεστικό κράτος και τα όργανά του και σύγκρουση μαζί τους.
*Ταξικά συναισθήματα που μοιράζονται σε δύο πόλους: συμπάθεια για τη φτωχή αγροτιά και τις λαϊκές τάξεις των πόλεων και έχθρα εναντίον των πλουσίων.
*Πράξεις κοινωνικής δικαιοσύνης για την οικονομική ανακούφιση των φτωχών, με ανάλογη επιβάρυνση στην περιουσία των πλουσίων.
*Έλλειψη εθνικών ή θρησκευτικών προκαταλήψεων και διακρίσεων, τόσο απέναντι στους αδύνατους, όσο κι απέναντι στους οικονομικά ισχυρούς.
Η μάζα των Σμυρνιών και των άλλων μικρασιατών Ελλήνων, που ανήκαν στις λαϊκές τάξεις, με το να αγαπά, να θαυμάζει και να υποστηρίζει τον εφέ του Αϊδινίου, με το να εξυμνεί τα χαρίσματά του και να λέει τα τραγούδια του, με το να καλλιεργεί το θρύλο του για μια σειρά ετών, ακόμα κι όταν αυτός είχε πια σκοτωθεί, έδειχνε πως αποδεχόταν αυτές τις αρχές του Τσακιτζή ως ένα είδος κώδικα λαϊκής ιδεολογίας.
Βέβαια, η άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, συνέβαλε αρκετά στο να ξεχάσουν προσωρινά οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τον Τσακιτζή. Μπροστά τους είχαν πλέον το εθνικό όραμα της ενώσεως με την μητέρα πατρίδα και τέτοια πράγματα.
Αργότερα, οι Έλληνες της Μικρασίας, πρόσφυγες πια εκεί που τους πέταξε το φουσκωμένο κύμα, δοκίμαζαν στο πετσί τους την κοινωνική αδικία και την οικονομική ανισότητα στον υπέρτατο βαθμό. Όλα αυτά, στα εδάφη της μητέρας πατρίδας, πλέον.
Έτσι, τα τραγούδια του Τσακιτζή ξανάρχισαν να αντηχούν στις προσφυγικές συνοικίες, παίρνοντας τη σημασία επαναβεβαίωσης αυτού του παλιού κώδικα λαϊκής ιδεολογίας...
Μπορούμε να θεωρήσουμε ως κύριο τραγούδι για τον Τσακιτζή, εκείνη τη μελωδία με τούρκικα λόγια και ρυθμό ζεϊμπέκικο, που περιείχε σε κάθε στροφή της το στερεότυπο στίχο
"μπαναντα Τσακιτζή ντερλέρ" (δηλαδή "με λέν εμένα Τσακιτζή")
ή το στίχο "γιαρ φιντάν μποϊλού" (δηλαδή "λυγερόκορμο δεντρί").
Δεν ξέρουμε αν ο αρχικός δημιουργός του ήταν Τούρκος ή Ζεϊμπέκος ή αν ανήκε σε κάποια άλλη εθνότητα. Όσον αφορά τους στίχους, φαίνεται πως ο αριθμός τους είναι μεγάλος κι απροσδιόριστος. Στην πραγματικότητα, πολλοί προσέθεταν κατά καιρούς, ανάλογα με την έμπνευσή τους και την περίσταση, καινούργιες αυτοτελείς στροφές, τις οποίες μπορούμε να ονομάζουμε παραλλαγές. Αυτό λοιπόν το "κύριο" τραγούδι του Τσακιτζή το πήρανε από τους πρόσφυγες και οι άλλοι Έλληνες και το τραγουδήσανε κι αυτοί. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Μάρκου Βαμβακάρη: "Το "Τσακιτζής" είναι ζεμπέκικο τούρκικο βαρύ, ωραίο... ωραίο! Δε θυμάμαι ακριβώς από που το έμαθα, όμως ήτανε πολλοί, πολλοί από τη Μικρά Ασία που το τραγουδούσανε".
Γύρω στα 1930 γραμμοφωνήθηκε μια αμιγώς ελληνόφωνη παραλλαγή:
Μες της Σμύρνης τα βουνά
και τα κρύα τα νερά
μες της Σμύρνης τα βουνά
σαν λιοντάρι τριγυρνά.
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
-Γειά σου, παληκάρι μου,
λεοντάρι στην καρδιά
Καθεμιά του ντουφεκιά
είναι και παρηγοριά.
Καθεμιά του ντουφεκιά
είναι και παληκαριά.
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
-Γειά σου παληκάρι μου,
λεοντάρι στην καρδιά
Τη θρησκεία δεν κοιτά
Τούρκα αν είσαι για Ρωμιά
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
Τάμα τό'χει στο θεό
να παντρεύει ορφανά.
Ο θρύλος του Τσακιτζή επιβίωσε και μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο.
Γύρω στα 1960, το όνομά του ήταν αρκετό για να κάνει εμπορική επιτυχία ένα μέτριο κατά τα άλλα, λαϊκό τραγουδάκι του Μπ. Μπακάλη με το Στράτο Διονυσίου.
Αργότερα κυκλοφόρησε σε δίσκο μια ακόμα σημαντική παραλλαγή του "κύριου" τραγουδιού του Τσακιτζή στα ελληνικά. Σ' αυτήν παραμένει ο στερεότυπος στίχος "γιαρ φιντάν μποϊλού", που επανέρχεται σε κάθε στροφή, σαν κατάλοιπο της γλώσσας του πρωτότυπου:
Τσακιτζή, παληκαρά,
πέρασε κι απ' τα Βουρλά,
πέρασε κι από τη Σμύρνη
γιαρ φινταν μποϊλού
να παντρέψεις ορφανά.
Τσακιτζή, κατέβα πια
απ' της Ασίας τα βουνά,
πήγαινε και στ' Οδεμήσι
γιαρ φιντάν μποϊλού
να παντρέψεις ορφανά
Δεν είν' αυγή να σηκωθώ
και να μη συλλογιστώ,
Τσακιτζή μου, να μην κλάψω
γιαρ φιντάν μποϊλού
τον άδικό σου το χαμό
Είναι σωστή η διαπίστωση ότι ο μύθος των λαϊκών ληστών μένει ζωντανός μόνο μέσα στα πλαίσια της φεουδαρχικής αγροτικής κοινωνίας που τον γέννησε, κι έξω απ' αυτή δε μπορεί να κατανοηθεί και να συγκινήσει.
Αντίθετα όμως με αυτό τον κανόνα, ο Τσακιτζής δρασκέλισε τις βουνοπλαγιές και τα χωράφια και μπήκε θριαμβευτικά στις πόλεις. Το γεγονός ότι ο μύθος του από αγροτικός έγινε αστικός, και μ' αυτή την έννοια ενσωματώθηκε στο ελληνικό τραγούδι των πόλεων, δείχνει τη διαχρονικότητα και την καθολικότητα των μηνυμάτων του."
"Τσακιτζή, δεν εβαρέθης στα σμυρνέικα χωριά;
Δεν περνάς και στην Ελλάδα, να παντρέψεις ορφανά;"
Βεβαίως, αν το δούμε αντικειμενικά, ο Τσακιτζής ήταν ένας ληστής με τη νομική έννοια του όρου, δηλαδή ήταν κάποιος που ιδιοποιείται ξένα πράγματα με τη βία ή την απειλή βίας. Όμως οι αγρότες κι η φτωχολογιά των πόλεων δεν τον θεωρούσαν κακούργο. Ενδεικτική η μαρτυρία που διασώζει ο Νέαρχος Γεωργιάδης:
"Τον λέγανε ληστή! Εγώ δεν τον εθεωρούσα για κακούργο αυτόν τον άνθρωπο. Όταν τόσους ανθρώπους που δεν είχανε βόδια να ζευγαρώσουνε τους αγόραζε βόδια, όταν πάντρεψε τόσα κορίτσια, όταν εχάλανε ενούς το σπίτι, επήγαινε και του'δινε να χτίσει καινούργιο... Ε, λοιπόν αυτός ο άνθρωπος θα τον πω ότι ήτανε κακούργος? Αυτός ήτανε σωτήρας του κοσμάκη!"
Έχει παρατηρηθεί ότι οι ληστές, κοινωνικοί και μη, είναι άνθρωποι της δράσης μάλλον παρά της θεωρίας. Ο Τσακιτζή Μεχμέτ εφές δεν είχε κανένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα. Όμως από τη δράση του πηγάζουν μερικές πολιτικές έννοιες που θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν ως εξής:
*Αντιεξουσιαστική στάση, εχθρότητα προς ένα απολυταρχικό και καταπιεστικό κράτος και τα όργανά του και σύγκρουση μαζί τους.
*Ταξικά συναισθήματα που μοιράζονται σε δύο πόλους: συμπάθεια για τη φτωχή αγροτιά και τις λαϊκές τάξεις των πόλεων και έχθρα εναντίον των πλουσίων.
*Πράξεις κοινωνικής δικαιοσύνης για την οικονομική ανακούφιση των φτωχών, με ανάλογη επιβάρυνση στην περιουσία των πλουσίων.
*Έλλειψη εθνικών ή θρησκευτικών προκαταλήψεων και διακρίσεων, τόσο απέναντι στους αδύνατους, όσο κι απέναντι στους οικονομικά ισχυρούς.
Η μάζα των Σμυρνιών και των άλλων μικρασιατών Ελλήνων, που ανήκαν στις λαϊκές τάξεις, με το να αγαπά, να θαυμάζει και να υποστηρίζει τον εφέ του Αϊδινίου, με το να εξυμνεί τα χαρίσματά του και να λέει τα τραγούδια του, με το να καλλιεργεί το θρύλο του για μια σειρά ετών, ακόμα κι όταν αυτός είχε πια σκοτωθεί, έδειχνε πως αποδεχόταν αυτές τις αρχές του Τσακιτζή ως ένα είδος κώδικα λαϊκής ιδεολογίας.
Βέβαια, η άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, συνέβαλε αρκετά στο να ξεχάσουν προσωρινά οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τον Τσακιτζή. Μπροστά τους είχαν πλέον το εθνικό όραμα της ενώσεως με την μητέρα πατρίδα και τέτοια πράγματα.
Αργότερα, οι Έλληνες της Μικρασίας, πρόσφυγες πια εκεί που τους πέταξε το φουσκωμένο κύμα, δοκίμαζαν στο πετσί τους την κοινωνική αδικία και την οικονομική ανισότητα στον υπέρτατο βαθμό. Όλα αυτά, στα εδάφη της μητέρας πατρίδας, πλέον.
Έτσι, τα τραγούδια του Τσακιτζή ξανάρχισαν να αντηχούν στις προσφυγικές συνοικίες, παίρνοντας τη σημασία επαναβεβαίωσης αυτού του παλιού κώδικα λαϊκής ιδεολογίας...
Μπορούμε να θεωρήσουμε ως κύριο τραγούδι για τον Τσακιτζή, εκείνη τη μελωδία με τούρκικα λόγια και ρυθμό ζεϊμπέκικο, που περιείχε σε κάθε στροφή της το στερεότυπο στίχο
"μπαναντα Τσακιτζή ντερλέρ" (δηλαδή "με λέν εμένα Τσακιτζή")
ή το στίχο "γιαρ φιντάν μποϊλού" (δηλαδή "λυγερόκορμο δεντρί").
Δεν ξέρουμε αν ο αρχικός δημιουργός του ήταν Τούρκος ή Ζεϊμπέκος ή αν ανήκε σε κάποια άλλη εθνότητα. Όσον αφορά τους στίχους, φαίνεται πως ο αριθμός τους είναι μεγάλος κι απροσδιόριστος. Στην πραγματικότητα, πολλοί προσέθεταν κατά καιρούς, ανάλογα με την έμπνευσή τους και την περίσταση, καινούργιες αυτοτελείς στροφές, τις οποίες μπορούμε να ονομάζουμε παραλλαγές. Αυτό λοιπόν το "κύριο" τραγούδι του Τσακιτζή το πήρανε από τους πρόσφυγες και οι άλλοι Έλληνες και το τραγουδήσανε κι αυτοί. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Μάρκου Βαμβακάρη: "Το "Τσακιτζής" είναι ζεμπέκικο τούρκικο βαρύ, ωραίο... ωραίο! Δε θυμάμαι ακριβώς από που το έμαθα, όμως ήτανε πολλοί, πολλοί από τη Μικρά Ασία που το τραγουδούσανε".
Γύρω στα 1930 γραμμοφωνήθηκε μια αμιγώς ελληνόφωνη παραλλαγή:
Μες της Σμύρνης τα βουνά
και τα κρύα τα νερά
μες της Σμύρνης τα βουνά
σαν λιοντάρι τριγυρνά.
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
-Γειά σου, παληκάρι μου,
λεοντάρι στην καρδιά
Καθεμιά του ντουφεκιά
είναι και παρηγοριά.
Καθεμιά του ντουφεκιά
είναι και παληκαριά.
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
-Γειά σου παληκάρι μου,
λεοντάρι στην καρδιά
Τη θρησκεία δεν κοιτά
Τούρκα αν είσαι για Ρωμιά
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
Τάμα τό'χει στο θεό
να παντρεύει ορφανά.
Ο θρύλος του Τσακιτζή επιβίωσε και μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο.
Γύρω στα 1960, το όνομά του ήταν αρκετό για να κάνει εμπορική επιτυχία ένα μέτριο κατά τα άλλα, λαϊκό τραγουδάκι του Μπ. Μπακάλη με το Στράτο Διονυσίου.
Αργότερα κυκλοφόρησε σε δίσκο μια ακόμα σημαντική παραλλαγή του "κύριου" τραγουδιού του Τσακιτζή στα ελληνικά. Σ' αυτήν παραμένει ο στερεότυπος στίχος "γιαρ φιντάν μποϊλού", που επανέρχεται σε κάθε στροφή, σαν κατάλοιπο της γλώσσας του πρωτότυπου:
Τσακιτζή, παληκαρά,
πέρασε κι απ' τα Βουρλά,
πέρασε κι από τη Σμύρνη
γιαρ φινταν μποϊλού
να παντρέψεις ορφανά.
Τσακιτζή, κατέβα πια
απ' της Ασίας τα βουνά,
πήγαινε και στ' Οδεμήσι
γιαρ φιντάν μποϊλού
να παντρέψεις ορφανά
Δεν είν' αυγή να σηκωθώ
και να μη συλλογιστώ,
Τσακιτζή μου, να μην κλάψω
γιαρ φιντάν μποϊλού
τον άδικό σου το χαμό
Είναι σωστή η διαπίστωση ότι ο μύθος των λαϊκών ληστών μένει ζωντανός μόνο μέσα στα πλαίσια της φεουδαρχικής αγροτικής κοινωνίας που τον γέννησε, κι έξω απ' αυτή δε μπορεί να κατανοηθεί και να συγκινήσει.
Αντίθετα όμως με αυτό τον κανόνα, ο Τσακιτζής δρασκέλισε τις βουνοπλαγιές και τα χωράφια και μπήκε θριαμβευτικά στις πόλεις. Το γεγονός ότι ο μύθος του από αγροτικός έγινε αστικός, και μ' αυτή την έννοια ενσωματώθηκε στο ελληνικό τραγούδι των πόλεων, δείχνει τη διαχρονικότητα και την καθολικότητα των μηνυμάτων του."
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(Atom)
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?v=9czNq-icb2A
ΑπάντησηΔιαγραφήΧειμερινοί Κολυμβητές: Ο γιος του τυφλού
Καταγράψαμε τον χορό αυτόν στο χωριό μας θηριοπετρα Πελλας από παππούδες. https://www.youtube.com/watch?v=lhNyLZgrW6k
ΑπάντησηΔιαγραφήνα είστε καλά.μπορούμε να αναδημοσιεύσουμε το παρόν βίντεο σε νέα δημοσίευση;
ΑπάντησηΔιαγραφή