Κυριακή 14 Αυγούστου 2016
"Η αυλή των προβάτων" του Οδυσσέα Ελύτη
ΕΙΠΕΝ ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες απόκαμα ν' απαντέχω γυμνός
έξω από την κλειστή θύρα της αυλής των προβάτων.
Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυριγματιά μου αναπηδούσε και βέλαζε.
Άλλοι όμως, και πολλές φορές οι ίδιοι αυτοί που παινεύανε την καρτερία μου,
από δέντρα και μάντρες πηδώντας, επατούσανε πρώτοι
το πόδι αυτοί μες στη μέση της αυλής των προβάτων. Και ιδού πάντα γυμνός εγώ
και χωρίς ποίμνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου.
Και στα δόντια του γυάλισεν η αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω
στην πίκρα της καθώς που τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου.
Τότες αυτοί που κατέχουνε τα πολλά, ν' ακούσουνε τέτοιο τρίξιμο, τρόμαξαν.
Επειδή το κάθε σημάδι καταλεπτώς γνωρίζουνε και συχνά,
μίλια μακριά διαβάζουνε στο συμφέρον τους. Παρευθύς λοιπόν τα πέδιλα τ' απατηλά ποδέθηκαν.
Και μισοί πιάνοντας τους άλλους μισούς, από το να και τ' άλλο μέρος τραβούσανε,
τέτοια λόγια λέγοντας: άξια και καλά τα έργα σας,
και ορίστε αυτή που βλέπετε η θύρα η κλειστή της αυλής των προβάτων.
Ασηκώστε το χέρι και μαζί σας εμείς, και φροντίδα δική μας η φωτιά και το σίδερο.
Σπιτικά μη φοβάστε, φαμελιές μη λυπάστε, και ποτέ σε γιου
ή πατέρα ή μικρού αδερφού τη φωνή, πίσω μην κάνετε.
Ειδέ τύχει κανείς από σάς κι ή φοβηθεί κι ή λυπηθεί κι ή κάνει πίσω,
να ξέρει: επάνω του το κρίμα και κατά της δικής του κεφαλής η φωτιά που φέραμε και το σίδερο.
Και το λόγο τους πριν αποσώσουν είχε πάρει ν' αλλάζει ο καιρός, μακριά στο μαυράδι των νεφών
και σιμά στο κοπάδι των ανθρώπων. Σα να πέρασε αγέρας χαμηλά βογγώντας
και ν' απόριξε άδεια τα κορμιά, δίχως μια στάλα θύμηση.
Το κεφάλι μπλάβο και άλαλο αψηλά στραμμένο, μα το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη,
γραπωμένο από κομμάτι σίδερο, της φωτιάς ή απ' τ' άλλα, πό 'χουν τη μύτη σουγλερή
και την κόψη αθέρα. Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο.
Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ' αδερφού μικρού ο μεγάλος.
Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη μέση, και πολλές γυναίκες
απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέσανε. Και που αν έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω, τίποτε.
Μόνο αγέρας βουίζοντας μέσα στα μεσοδόκια και στα λίγα καμένα λιθάρια
μεριές-μεριές οι καπνοί βοσκώντας τα κουφάρια των σκοτωμένων.
Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό.
Που τη θύρα χτυπούσανε ν' ανοίξουνε της αυλής των προβάτων.
Και φωνή προβάτου δεν ακούστηκε παρεχτός επάνω στο μαχαίρι.
Και φωνή θύρας ούτε, παρεχτός την ώρα που 'γερνε μες στις φλόγες τις ύστερες να καεί.
Επειδή αυτός ο λαός μου η θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή και το ποίμνιο των προβάτων.
έξω από την κλειστή θύρα της αυλής των προβάτων.
Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυριγματιά μου αναπηδούσε και βέλαζε.
Άλλοι όμως, και πολλές φορές οι ίδιοι αυτοί που παινεύανε την καρτερία μου,
από δέντρα και μάντρες πηδώντας, επατούσανε πρώτοι
το πόδι αυτοί μες στη μέση της αυλής των προβάτων. Και ιδού πάντα γυμνός εγώ
και χωρίς ποίμνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου.
Και στα δόντια του γυάλισεν η αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω
στην πίκρα της καθώς που τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου.
Τότες αυτοί που κατέχουνε τα πολλά, ν' ακούσουνε τέτοιο τρίξιμο, τρόμαξαν.
Επειδή το κάθε σημάδι καταλεπτώς γνωρίζουνε και συχνά,
μίλια μακριά διαβάζουνε στο συμφέρον τους. Παρευθύς λοιπόν τα πέδιλα τ' απατηλά ποδέθηκαν.
Και μισοί πιάνοντας τους άλλους μισούς, από το να και τ' άλλο μέρος τραβούσανε,
τέτοια λόγια λέγοντας: άξια και καλά τα έργα σας,
και ορίστε αυτή που βλέπετε η θύρα η κλειστή της αυλής των προβάτων.
Ασηκώστε το χέρι και μαζί σας εμείς, και φροντίδα δική μας η φωτιά και το σίδερο.
Σπιτικά μη φοβάστε, φαμελιές μη λυπάστε, και ποτέ σε γιου
ή πατέρα ή μικρού αδερφού τη φωνή, πίσω μην κάνετε.
Ειδέ τύχει κανείς από σάς κι ή φοβηθεί κι ή λυπηθεί κι ή κάνει πίσω,
να ξέρει: επάνω του το κρίμα και κατά της δικής του κεφαλής η φωτιά που φέραμε και το σίδερο.
Και το λόγο τους πριν αποσώσουν είχε πάρει ν' αλλάζει ο καιρός, μακριά στο μαυράδι των νεφών
και σιμά στο κοπάδι των ανθρώπων. Σα να πέρασε αγέρας χαμηλά βογγώντας
και ν' απόριξε άδεια τα κορμιά, δίχως μια στάλα θύμηση.
Το κεφάλι μπλάβο και άλαλο αψηλά στραμμένο, μα το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη,
γραπωμένο από κομμάτι σίδερο, της φωτιάς ή απ' τ' άλλα, πό 'χουν τη μύτη σουγλερή
και την κόψη αθέρα. Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο.
Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ' αδερφού μικρού ο μεγάλος.
Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη μέση, και πολλές γυναίκες
απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέσανε. Και που αν έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω, τίποτε.
Μόνο αγέρας βουίζοντας μέσα στα μεσοδόκια και στα λίγα καμένα λιθάρια
μεριές-μεριές οι καπνοί βοσκώντας τα κουφάρια των σκοτωμένων.
Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό.
Που τη θύρα χτυπούσανε ν' ανοίξουνε της αυλής των προβάτων.
Και φωνή προβάτου δεν ακούστηκε παρεχτός επάνω στο μαχαίρι.
Και φωνή θύρας ούτε, παρεχτός την ώρα που 'γερνε μες στις φλόγες τις ύστερες να καεί.
Επειδή αυτός ο λαός μου η θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή και το ποίμνιο των προβάτων.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου