Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016
Πολυεπίπεδες εχταγές,εκ των προτέρων και εκ των υστέρων,σε ένα πολυσχιδές θέαμα
γράφει ο ακροβάτης
Η προσέγγιση της "Ορέστειας", της μοναδικής αρχαίας τριλογίας που έφτασε στα χέρια μας μέχρι σήμερα, αποτελεί ένα όχι τόσο συχνό, όχι τόσο απλό, και αρκετά ιδιαίτερο εγχείρημα. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα έργα, τόσο του Αισχύλου, όσο και των υπόλοιπων τραγικών, όπου το σχήμα πάνω στο οποίο βασίζονται είναι συμπυκνωμένο πλην μεγαλειώδες, σε αυτή την περίπτωση δε μπορεί κανείς να παραβλέψει όσα προηγήθηκαν, καθώς και όσα θα επακολουθήσουν. Από αυτή την άποψη, οι "Ευμενίδες", το τρίτο μέρος της τριλογίας, αποτελούν ένα μεγάλο στοίχημα, που δύσκολα αφήνει κάποιον αδιάφορο, από όποια πλευρά και αν στέκεται απέναντί τους.
Η ερασιτενική ομάδα χορού "Εχταγή" (επιθυμία), επέλεξε φέτος, σε συνεργασία με ερασιτέχνες και επαγγελματίες ηθοποιούς και φυσικά με μουσικούς, να βρεθεί κοντά στη γειτονιά μας, σε ένα πολύ ιδιαίτερο τόπο, στο πέτρινο θέατρο Φουρνί, στις Κάτω Αρχάνες και να αναμετρηθεί με αυτό το στοίχημα, σε ένα τριήμερο για το οποίο θα μιλάμε για καιρό. Πιο συγκεκριμένα, και σε σχέση με όσα θα αναφερθούν πριν μιλήσουμε για την ίδια την παράσταση, τα όσα είδαμε στις πρόβες και τις παραστάσεις, όχι μόνο κέντρισαν το ενδιαφέρον μας, όχι μόνο επιβεβαίωσαν τις όποιες προσδοκίες μας, αλλά τις ξεπέρασαν κατά πολύ.
Λίγα λόγια όμως πρώτα για το ίδιο το έργο.
Οι Ευμενίδες, όπως μετονομάζονται οι ερινύες από την Αθηνά, υπερασπίζονται, όπως σωστά περιγράφεται και στο πρόγραμμα της παράστασης, με λυσσασμένη προσπάθεια, οργή, απειλές και ατελείωτο κηνύγι, ένα αξιακό σύστημα που σταδιακά ανατρέπεται από ένα νέο, δείχνει να γκρεμίζεται και να προδίδεται από τα ίδια του τα σπλάχνα σε όλα τα επίπεδα, από το θείο μέχρι το ανθρώπινο και που με τρόπο ολοκληρωτικό στο τέλος μεγαλουργεί, σε μια μάχη άνιση, πέρα για πέρα φυσική, χωρίς να ξεφεύγει και αυτό από τους κανόνες που διέπουν το σχήμα της αρχαίας τραγωδίας.
Πρόκειται φαινομενικά για έναν κύκλο αίματος. Ο φόνος της Κλυταιμνήστρας- μητέρας από το γιο της Ορέστη, που έγινε υπό την καθοδήγηση του Λοξία Απόλλωνα για να ξεπλύνει έναν προηγούμενο, αυτό του πατέρα- Αγαμέμνονα από την ίδια του τη γυναίκα για να εκδικηθεί με τη σειρά της τη θυσία-φόνο της κόρης της, Ιφιγένεια, που έγινε επίσης υπό την καθοδήγηση των Θεών. Αυτή η αλυσίδα φόνων φέρνει στο προσκήνιο ένα κυνήγι, ένα άλυτο ζήτημα που αναζητεί λύση.
Οι ερινύες καταδιώκουν λοιπόν τον Ορέστη, που φτάνει τελικά στην Αθήνα, ικέτης στη θεά Αθηνά. Εκεί ιδρύεται ένας νέος θεσμός, η απόφαση του οποίου λύνει το αδιέξοδο, και έρχεται για να αποθεώσει την αθηναϊκή δημοκρατία που βρίσκεται στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας της.
Ας επιστρέψουμε όμως στην ίδια την παράσταση.
Βρεθήκαμε στο Φουρνί την τρίτη και τελευταία ημέρα των παραστάσεων. Επικρατούσε ξανά το αδιαχώρητο, με όρθιους, καθιστούς, στα καθίσματα και όχι μόνο, όλα αυτά υπό τη φοβερή θέα από το σημείο και με τον ήλιο να πέφτει. Έπειτα από την εισαγωγή, τις συστάσεις και τις ευχαριστίες του σκηνοθέτη, Κωσταντίνου Τσακιρέλη, τα φώτα έκλεισαν και κάπου εκεί άρχισαν όλα.
Θα μπορούσαμε να γράψουμε όλες τις λεπτομέρειες που μας έκαναν εντύπωση. Για την αρμονική κίνηση του προφήτη και των συνοδών του, για την εκπληκτική έμπνευση της νεκρής Κλυταιμνήστρας, ή μάλλον του ολογράμματός της, για το ξύπνημα των ερινύων από τα βάθη της γης, για τη σταθερή και διαπεραστική φωνή και παρουσία του Ορέστη, για τον Απόλλωνα και τον κινησιακό του διάλογο με τις ερινύες στο χώρο, για την Αθηνά και τη φωνή της που κάλυπτε το χώρο κάθε φορά που ακουγόταν, για τα όσα συνέβαιναν εντός του χώρου, αλλά και εκτός, για τη χρήση της δάδας στο απόλυτο σκοτάδι του χώρου που μόνο το φεγγάρι άλλαζε.
Ωστόσο αυτά που δε μπορούμε να ξεχάσουμε ακόμα και περίπου δέκα ημέρες μετά είναι τέσσερα στοιχεία τα οποία και παραθέτουμε:
Τρίτο η αισθητική και η επιλογή του σκηνοθέτη. Πέρα από τη συμπάθειά μας για την όλη αισθητική του έργου, με τον τρόπο που αξιοποιήθηκε όλος ο χώρος, για τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα της τραγωδίας, αλλά και του ταλέντου της ίδιας της ομάδας, για την προσεκτική ματιά και φροντίδα σε κάθε λεπτομέρεια, σε κάθε χαρακτήρα, σε κάθε κίνηση από την αρχή μέχρι το τέλος,είναι η επιλογή του τρόπου με τον οποίο παρουσιάστηκε ο μύθος, τα νοούμενα και τα υπονοούμενα, τα χρώματα, ο φωτισμός, το δέσιμο ερασιτεχνών και επαγγελματιών και φυσικά το δέσιμο με τη μουσική και την κίνηση που κυριαρχεί.
Το τέταρτο είναι ο σεβασμός. Όλα τα παραπάνω συνοδευόμενα από το σεβασμό σε αυτά, στο ίδιο το έργο, στην αισθητική του, τους κανόνες και τα περιθώρια που αφήνουν στην επιλογή του ίδιου του δημιουργού, στα μηνύματα του μύθου, στο σκοπό του συγγραφέα, στην τότε εποχή και στη σημερινή εποχή. Ο σεβασμός αυτός, ιδίως όταν καταφέρνει να φέρει το θεατή πιο κοντά στην παράσταση και τα ερωτήματά της, είναι ίσως ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα για μια παράσταση, που δε συναντά κανείς τόσο εύκολα, ούτε στις επαγγελματικές παραστάσεις.
Ολοκληρώνοντας, οι Ευμενίδες της Εχταγής, είναι μια παράσταση με άποψη, με όλη τη σημασία της λέξης, που μας έκανε καλύτερους, τόσο εμάς, όσο και τους πάρα πολλούς ανθρώπους, διαφορετικών καταβολών, που βρέθηκαν αυτές τις τρεις ημέρες στο Φουρνί. Για το λόγο αυτό ευχαριστούμε πολύ όλους τους συντελεστές.
Η προσέγγιση της "Ορέστειας", της μοναδικής αρχαίας τριλογίας που έφτασε στα χέρια μας μέχρι σήμερα, αποτελεί ένα όχι τόσο συχνό, όχι τόσο απλό, και αρκετά ιδιαίτερο εγχείρημα. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα έργα, τόσο του Αισχύλου, όσο και των υπόλοιπων τραγικών, όπου το σχήμα πάνω στο οποίο βασίζονται είναι συμπυκνωμένο πλην μεγαλειώδες, σε αυτή την περίπτωση δε μπορεί κανείς να παραβλέψει όσα προηγήθηκαν, καθώς και όσα θα επακολουθήσουν. Από αυτή την άποψη, οι "Ευμενίδες", το τρίτο μέρος της τριλογίας, αποτελούν ένα μεγάλο στοίχημα, που δύσκολα αφήνει κάποιον αδιάφορο, από όποια πλευρά και αν στέκεται απέναντί τους.
Η ερασιτενική ομάδα χορού "Εχταγή" (επιθυμία), επέλεξε φέτος, σε συνεργασία με ερασιτέχνες και επαγγελματίες ηθοποιούς και φυσικά με μουσικούς, να βρεθεί κοντά στη γειτονιά μας, σε ένα πολύ ιδιαίτερο τόπο, στο πέτρινο θέατρο Φουρνί, στις Κάτω Αρχάνες και να αναμετρηθεί με αυτό το στοίχημα, σε ένα τριήμερο για το οποίο θα μιλάμε για καιρό. Πιο συγκεκριμένα, και σε σχέση με όσα θα αναφερθούν πριν μιλήσουμε για την ίδια την παράσταση, τα όσα είδαμε στις πρόβες και τις παραστάσεις, όχι μόνο κέντρισαν το ενδιαφέρον μας, όχι μόνο επιβεβαίωσαν τις όποιες προσδοκίες μας, αλλά τις ξεπέρασαν κατά πολύ.
Λίγα λόγια όμως πρώτα για το ίδιο το έργο.
Οι Ευμενίδες, όπως μετονομάζονται οι ερινύες από την Αθηνά, υπερασπίζονται, όπως σωστά περιγράφεται και στο πρόγραμμα της παράστασης, με λυσσασμένη προσπάθεια, οργή, απειλές και ατελείωτο κηνύγι, ένα αξιακό σύστημα που σταδιακά ανατρέπεται από ένα νέο, δείχνει να γκρεμίζεται και να προδίδεται από τα ίδια του τα σπλάχνα σε όλα τα επίπεδα, από το θείο μέχρι το ανθρώπινο και που με τρόπο ολοκληρωτικό στο τέλος μεγαλουργεί, σε μια μάχη άνιση, πέρα για πέρα φυσική, χωρίς να ξεφεύγει και αυτό από τους κανόνες που διέπουν το σχήμα της αρχαίας τραγωδίας.
Πρόκειται φαινομενικά για έναν κύκλο αίματος. Ο φόνος της Κλυταιμνήστρας- μητέρας από το γιο της Ορέστη, που έγινε υπό την καθοδήγηση του Λοξία Απόλλωνα για να ξεπλύνει έναν προηγούμενο, αυτό του πατέρα- Αγαμέμνονα από την ίδια του τη γυναίκα για να εκδικηθεί με τη σειρά της τη θυσία-φόνο της κόρης της, Ιφιγένεια, που έγινε επίσης υπό την καθοδήγηση των Θεών. Αυτή η αλυσίδα φόνων φέρνει στο προσκήνιο ένα κυνήγι, ένα άλυτο ζήτημα που αναζητεί λύση.
Οι ερινύες καταδιώκουν λοιπόν τον Ορέστη, που φτάνει τελικά στην Αθήνα, ικέτης στη θεά Αθηνά. Εκεί ιδρύεται ένας νέος θεσμός, η απόφαση του οποίου λύνει το αδιέξοδο, και έρχεται για να αποθεώσει την αθηναϊκή δημοκρατία που βρίσκεται στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας της.
Ας επιστρέψουμε όμως στην ίδια την παράσταση.
Βρεθήκαμε στο Φουρνί την τρίτη και τελευταία ημέρα των παραστάσεων. Επικρατούσε ξανά το αδιαχώρητο, με όρθιους, καθιστούς, στα καθίσματα και όχι μόνο, όλα αυτά υπό τη φοβερή θέα από το σημείο και με τον ήλιο να πέφτει. Έπειτα από την εισαγωγή, τις συστάσεις και τις ευχαριστίες του σκηνοθέτη, Κωσταντίνου Τσακιρέλη, τα φώτα έκλεισαν και κάπου εκεί άρχισαν όλα.
Θα μπορούσαμε να γράψουμε όλες τις λεπτομέρειες που μας έκαναν εντύπωση. Για την αρμονική κίνηση του προφήτη και των συνοδών του, για την εκπληκτική έμπνευση της νεκρής Κλυταιμνήστρας, ή μάλλον του ολογράμματός της, για το ξύπνημα των ερινύων από τα βάθη της γης, για τη σταθερή και διαπεραστική φωνή και παρουσία του Ορέστη, για τον Απόλλωνα και τον κινησιακό του διάλογο με τις ερινύες στο χώρο, για την Αθηνά και τη φωνή της που κάλυπτε το χώρο κάθε φορά που ακουγόταν, για τα όσα συνέβαιναν εντός του χώρου, αλλά και εκτός, για τη χρήση της δάδας στο απόλυτο σκοτάδι του χώρου που μόνο το φεγγάρι άλλαζε.
Ωστόσο αυτά που δε μπορούμε να ξεχάσουμε ακόμα και περίπου δέκα ημέρες μετά είναι τέσσερα στοιχεία τα οποία και παραθέτουμε:
Πρώτο ο χορός των ερινύων. Η εμφάνισή τους, από πάνω μέχρι κάτω, από τα ρούχα, το μακιγιάζ, τα μαλλιά, τα μάτια, οι εκφράσεις, κινησιακές και μη, συλλογικές αλλά και ατομικές ξεχωριστά, έδιναν συνεχώς την αίσθηση ενός σώματος, με πολλά μέλη, με αναπνοές και ήχους που συντονίζονταν ακριβώς όταν έπρεπε, που αποκτούσε μορφή ανθρώπινη με κεφάλι και άκρα, και που υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να χάσει κανείς τη συγκέντρωσή
του, αν παρατηρούσε τις πολλές πολλές λεπτομέρειες στα μέλη του. Οι Ερινύες της Εχταγής, ήταν κάτι παραπάνω από μια χορευτική ομάδα που προσπαθούσε να είναι χορός αρχαίου δράματος: ήταν ένας χορός αρχαίου δράματος με της αρετές μιας χορευτικής ομάδας, χωρίς υπερβολές προς αυτές τις αρετές, ίσα ίσα πολύ δουλεμένος όσο αφορά αυτές αλλά και άλλες όπως η ορθοφωνία, ο λόγος και φυσικά η μουσική διδασκαλία.
Δεύτερο η μουσική προσέγγιση της παράστασης από όλες τις πλευρές. Τόσο η μουσική διδασκαλία, όσο και η μουσική σύνθεση και επένδυση, κατάφεραν να επενδύσουν αυτό το πολυσχιδές θέαμα από κάτω, με τις ολοζώντανες συνθέσεις του Ισίδωρου Παπαδάκη να αποτελούν άξιο συμπαραστάτη στις διακυμάνσεις του έργου και με τις γνωστές αρετές του ταλέντου του, αλλά και από πάνω, με τη μουσική διδασκαλία σε όλους τους συντελεστές του έργου, που ανταποκρίθηκαν εντυπωσιακά καλά, ανεβάζοντας το θέαμα σε ένα άλλο επίπεδο, από τις πιο απλές στιγμές μέχρι τις πιο σύνθετες. Είναι χαρακτηριστικό ότι περπατώντας στο δάσος κατά την επιστροφή, άκουγες ανθρώπους να σφυρίζουν την τελευταία μελωδία.Τρίτο η αισθητική και η επιλογή του σκηνοθέτη. Πέρα από τη συμπάθειά μας για την όλη αισθητική του έργου, με τον τρόπο που αξιοποιήθηκε όλος ο χώρος, για τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα της τραγωδίας, αλλά και του ταλέντου της ίδιας της ομάδας, για την προσεκτική ματιά και φροντίδα σε κάθε λεπτομέρεια, σε κάθε χαρακτήρα, σε κάθε κίνηση από την αρχή μέχρι το τέλος,είναι η επιλογή του τρόπου με τον οποίο παρουσιάστηκε ο μύθος, τα νοούμενα και τα υπονοούμενα, τα χρώματα, ο φωτισμός, το δέσιμο ερασιτεχνών και επαγγελματιών και φυσικά το δέσιμο με τη μουσική και την κίνηση που κυριαρχεί.
Το τέταρτο είναι ο σεβασμός. Όλα τα παραπάνω συνοδευόμενα από το σεβασμό σε αυτά, στο ίδιο το έργο, στην αισθητική του, τους κανόνες και τα περιθώρια που αφήνουν στην επιλογή του ίδιου του δημιουργού, στα μηνύματα του μύθου, στο σκοπό του συγγραφέα, στην τότε εποχή και στη σημερινή εποχή. Ο σεβασμός αυτός, ιδίως όταν καταφέρνει να φέρει το θεατή πιο κοντά στην παράσταση και τα ερωτήματά της, είναι ίσως ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα για μια παράσταση, που δε συναντά κανείς τόσο εύκολα, ούτε στις επαγγελματικές παραστάσεις.
Ολοκληρώνοντας, οι Ευμενίδες της Εχταγής, είναι μια παράσταση με άποψη, με όλη τη σημασία της λέξης, που μας έκανε καλύτερους, τόσο εμάς, όσο και τους πάρα πολλούς ανθρώπους, διαφορετικών καταβολών, που βρέθηκαν αυτές τις τρεις ημέρες στο Φουρνί. Για το λόγο αυτό ευχαριστούμε πολύ όλους τους συντελεστές.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου