Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Τα ορτύκια

Μια ιστορία από το Αφγανιστάν:

Κάποτε ζούσε σ’ ένα δάσος ένα σμήνος από σχεδόν χίλια ορτύκια. Θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένα, αν δεν υπήρχε στο γειτονικό χωριό ένας κυνηγός που έριχνε το δίχτυ του και τα έπιανε. Είχε μάλιστα μάθει να μιμείται τη φωνή τους και μόλις αυτά μαζεύονταν εκεί, άπλωνε απότομα πάνω τους ένα μεγάλο δίχτυ, τα έπιανε, ύστερα τα έριχνε ένα-ένα στο ταγάρι του και τα πήγαινε στην πόλη για να τα πουλήσει.
Υπήρχε ανάμεσα στα ορτύκια ένα που ήταν πολύ σοφό. Τα μάζεψε λοιπόν όλα μια μέρα και τους είπε:
«Αδέλφια, έχω βρει τη λύση στο κακό που απειλεί να μας εξαφανίσει. Την επόμενη φορά που ο κυνηγός θα ρίξει πάνω μας το δίχτυ, δε θα τραβάμε άλλο προς τα ‘δω και άλλο προς τα κει, αλλά όλα μαζί θα πιάσουμε το δίχτυ και θα το σηκώσουμε προς τα πάνω. Είναι πολύ ελαφρύ και μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και όταν θα έχουμε κερδίσει ύψος, θα το αφήσουμε να πέσει πάνω στους βάτους».
Η ιδέα φάνηκε πολύ σωστή στη συνεδρίαση των πουλιών και πραγματικά κανένα δεν είχε αντίρρηση. Έτσι, την ίδια κιόλας μέρα, μόλις ο κυνηγός έριξε πάνω τους το δίχτυ, αυτά με ένα σύνθημα άρχισαν να πετούν όλα προς την ίδια κατεύθυνση και όταν ανέβηκαν ψηλά, έριξαν το δίχτυ πάνω σ’ ένα βάτο. Ο κυνηγός καταματώθηκε από τα αγκάθια του βάτου για να μπορέσει να ξαναπάρει το δίχτυ του και όταν το πέτυχε είχε πια νυχτώσει και τα πουλιά είχαν πάει για ύπνο.
Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε πολλές μέρες στη σειρά, και κάθε φορά τα πουλιά κατόρθωναν εύκολα, έτσι συντονισμένα όπως δούλευαν, να σηκώνουν το δίχτυ και να το πετούν πάνω στους βάτους.
Η γυναίκα του κυνηγού άρχισε να του γκρινιάζει: «Τόσες μέρες γυρίζεις στο δάσος και δεν έπιασες ούτε ένα ορτύκι! Τι τρέχει μ’ εσένα;»
Και ο κυνηγός τής απάντησε: «Το πρόβλημα είναι ότι τα πουλιά συνεργάζονται, βοηθά το ένα το άλλο και κατορθώνουν να ξεφεύγουν. Αν μπορούσα να σπείρω τη διχόνοια ανάμεσά τους… Αλλά πώς να το κάνω;»
∆ε χρειάστηκε να κάνει τίποτα ο κυνηγός, μιας και η διχόνοια φυτρώνει από μόνη της…
Λίγες μέρες αργότερα κάποια ορτύκια, τη στιγμή που προσπαθούσαν να ευθυγραμμιστούν για να σηκώσουν το δίχτυ, έπεσαν κατά λάθος πάνω σε ένα άλλο. «Ποιος τόλμησε και μ’ έσπρωξε τη στιγμή που τραβούσα το δίχτυ;» έκανε εξαγριωμένο.
«Συγγνώμη, δεν το θέλαμε», είπε ένα από τα πουλιά . «Έγινε πάνω στη βιασύνη μας τη στιγμή που σηκώσαμε το δίχτυ».
«Εσείς σηκώνατε το δίχτυ; Ας γελάσω! Ας μην ήμουν εγώ να τραβάω τόσο δυνατά, και θα σας έλεγα αν θα σηκωνόταν ποτέ το δίχτυ».
Τα άλλα πουλιά θύμωσαν με τη συμπεριφορά του, και ο κυνηγός που τα παρακολουθούσε κρυμμένος κατάλαβε ότι θα άρχιζαν να μαλώνουν. ∆εν είχε άδικο. Σε λίγο τα πουλιά έβριζαν και σπρώχνονταν. Μέσα στο πανδαιμόνιο, ο άνθρωπος είδε την ευκαιρία: μιμήθηκε τη φωνή τους και μόλις αυτά ήρθαν κοντά του, έριξε πάνω τους το δίχτυ του. Ύστερα τα έβαλε ένα-ένα στο ταγάρι του και ξεκίνησε για το παζάρι της κοντινής πόλης.
Χρήστος Μαγγούτας (επιμ.) (2005) Η ΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΛΑΩΝ: 111 ΘΑΥΜΑΣΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, Εκδόσεις Φαντασία

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου