Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

Η κρυφή ιστορία ενός υποδηματοποιού από το Ηράκλειο της Κρήτης

γράφει η Αφροδίτη Ερμίδη (πηγή)
Η ιστορία πίσω από τον Κρητικό δημιουργό των παπουτσιών τα οποία θα ζήλευαν οι σύγχρονοι σχεδιαστές και οι γυναίκες θα… πέθαιναν να αποκτήσουν.
Παρότι έχουν περάσει 24 χρόνια η Τζέι Μπράουν θυμάται με κάθε λεπτομέρεια εκείνο το ξημέρωμα του 1995 που πρωτοαντίκρισε τα «ωραιότερα παπούτσια που είχε δει στη ζωή της». «Ηταν 4 το βράδυ, δεν με έπαιρνε ο ύπνος και τριγυρνούσα στους δρόμους του Ηρακλείου. Ηξερα ότι η αγορά θα άνοιγε στις 5. Φανταστείτε την περιέργεια και την έκπληξή μου όταν εντόπισα εκείνα τα τέσσερα απίθανα ζευγάρια στη γωνία μιας βιτρίνας. Ακόμη τα θυμάμαι: το πρώτο ήταν μαύρο σατέν με τακούνι στιλέτο και περίτεχνο κοραλλί, βαθύ μοβ και μπρονζέ κέντημα πάνω από τα δάχτυλα. Δίπλα στέκονταν οι πιο ασυνήθιστες αντρικές πλατφόρμες, τέτοιες δεν είχα δει ούτε όταν ζούσα στο Λονδίνο του ’70. Το μαγαζί άνοιγε στις 9. Με καρδιοχτύπι σκότωσα την ώρα μου μέχρι το άνοιγμα. Μια ευχάριστη κυρία μου εξήγησε ότι μόνο ο ιδιοκτήτης μπορούσε να μου δείξει τα παπούτσια. Για καλή μου τύχη έφτασε σε λίγη ώρα. Ενας ευχάριστος, συντηρητικά ντυμένος άντρας μού συστήθηκε ως ο σχεδιαστής των παπουτσιών. Δεν είχε τίποτε το καλλιτεχνικό επάνω του, περισσότερο έμοιαζε με συντηρητικό αριστοκράτη. Αν και σε προχωρημένη ηλικία, είχε ακόμη την κρητική λεβεντιά».





Ο Βασίλης Σταματάκης στο μαγαζί του το 1995
Ο Βασίλης Σταματάκης της επέτρεψε να δει από κοντά τα παπούτσια, αλλά της ξεκαθάρισε ότι δεν ήταν προς πώληση. «Πάντα φορούσα ιδιαίτερα παπούτσια κι αυτά ήταν τα πιο μοναδικά που είχα ποτέ κρατήσει στα χέρια μου». Και η γνώμη της σίγουρα μετράει: η κ. Μπράουν από τα 15 της συλλέγει vintage ρούχα και αξεσουάρ. Tα παπούτσια όμως είναι το πάθος της για το οποίο είχε επισκεφτεί μερικά από τα διασημότερα καταστήματα παπουτσιών στον κόσμο. Του ζήτησε να πάνε για πρωινό, αμέσως ταίριαξαν και μίλησαν για πολλές ώρες. Τότε της είπε για τα 400 ζευγάρια χειροποίητα παπούτσια που είχε δημιουργήσει από το 1941 έως το 1969 και που σκόπευε να εκθέσει σε μουσείο που θα έφτιαχνε ο ίδιος.
Της εκμυστηρεύτηκε επίσης ότι είχε κάποια διπλά ζευγάρια που ίσως να μπορούσε να της πουλήσει. «Τις επόμενες ημέρες μου έδειξε όλα τα παπούτσια, το μυστικό του εργαστήριο, τη μεγάλη αποθήκη όπου τα διατηρούσε και τα ζευγάρια που θα μπορούσα να αγοράσω. Πολλά σχέδια ήταν σεμνά και με θηλυκότητα, μερικά σκανταλιάρικα, παιχνιδιάρικα σαν να προορίζονταν για κάποια ηθοποιό του Χόλιγουντ σε κωμωδία σκρούμπολ. Αλλα ήταν απροκάλυπτα προκλητικά, έτοιμα να αποπλανήσουν. Αγόρασα αυτά τα παπούτσια σαν έργα τέχνης. Θυμάμαι μια φορά στο Barneys στη Νέα Υόρκη φορούσα ένα ζευγάρι και ο πωλητής έπεσε στα γόνατα να με παρακαλέσει να του πω από πού τα έχω αγοράσει».



Η φανερή και η κρυφή ιστορία του Σταματάκη
Ποιος όμως ήταν ο Βασίλης Σταματάκης; Γεννημένος το 1919 σε χωριό της Κρήτης, δεν ήθελε να ακολουθήσει την προδιαγραμμένη αγροτική ζωή, αλλά προτίμησε να μαθητεύσει δίπλα σε έναν συγχωριανό του που έφτιαχνε κρητικές μπότες. Στη συνέχεια θέλησε να εξελίξει τις γνώσεις του στο Ηράκλειο. «Στο χωριό του σχολίαζαν το γεγονός ότι ένα παιδί ήθελε να φτιάχνει γυναικεία παπούτσια, αλλά ο αδερφός του τον υποστήριξε και έκαμψε τις αντιρρήσεις του πατέρα τους, ο οποίος τελικά συναίνεσε.


Στο Ηράκλειο κατάφερε με πολύ κόπο να πείσει έναν δύσπιστο υποδηματοποιό να του μάθει την τέχνη – χωρίς χρήματα μιας και δεν είχε. Δούλευε τουλάχιστον δώδεκα ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα. Τελικά αποδείχτηκε άριστος μαθητής και, παρά το μικρό της ηλικίας του, το 1936 πήρε την έγκριση από τον αυστηρό μάστορα» λέει η κ. Μπράουν. Μέχρι το 1940 ο Σταματάκης δούλευε σε χώρους που του παραχωρούσαν – στη συνέχεια τελειοποίησε την τέχνη του στην Αθήνα. Οταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κατατάχτηκε στον στρατό. Τελειώνοντας ο πόλεμος γύρισε στο Ηράκλειο. Τότε ξεδίπλωσε το ταλέντο του και δημιούργησε αυτά τα εκπληκτικά παπούτσια που θα ζήλευαν σημερινοί σχεδιαστές. Ωστόσο οι συνθήκες ανέχειας από τη μια και η συντηρητική κοινωνία από την άλλη δεν του επέτρεψαν να προχωρήσει με αυτό που τόσο αγαπούσε.



Οι επιφανείς κυρίες και οι οικογένειές τους που είχαν μάθει να φορούν παπούτσια κατά παραγγελία είχαν εξαφανιστεί. Λόγω των συνθηκών που επέβαλλαν οι δυσχερείς συνθήκες της εποχής τα παπούτσια έπρεπε να είναι χαμηλής αξίας και πρακτικά. Αυτό το διαπίστωσε με σκληρό τρόπο όταν άνοιξε το πρώτο του μικρό –αλλά πολύ εκλεπτυσμένο– ατελιέ. «Δεν πατούσε πελάτισσα. Κατάλαβε γρήγορα ότι τα παπούτσια που ήθελε να δημιουργεί θα θεωρούνταν ύποπτα και ανατρεπτικά». Θέλοντας να εξηγήσει γιατί ο Σταματάκης σταμάτησε να δημιουργεί τα τόσο ιδιαίτερα σχέδιά του, η κ. Μπράουν επισημαίνει πόσο συντηρητική ήταν η κοινωνία του Ηρακλείου τη δεκαετία του ’70. «Θυμάμαι το 1971 μια νεαρή γυναίκα που ο άντρας της της έκοψε τον λαιμό γιατί χόρεψε πολύ κοντά με κάποιον σε έναν γάμο στα Ανώγεια. Μάλιστα ο κοινωνικός περίγυρος τον δικαιολόγησε λέγοντας ότι σοφά έπραξε, την προστάτεψε από το να γίνει πουτάνα».
Σε λιγότερο από έναν χρόνο έκλεισε το πρώτο του μαγαζί και άνοιξε ένα κατάστημα παπουτσιών Elite στο κέντρο του Ηρακλείου, το οποίο αποδείχτηκε εξαιρετικά προσοδοφόρο. «Τα εισοδήματά του από τα άσχημα, σχεδόν ορθοπεδικού τύπου και μαζικής παραγωγής παπούτσια εξασφάλιζαν στην οικογένειά του άνετη ζωή και καλή θέση στην κοινωνία». Ο Σταματάκης έγινε μέλος του Ρόταρυ και ανήκε πλέον στο κλαμπ των αξιοσέβαστων επιχειρηματιών της πόλης. Ωστόσο είχε διπλή ζωή, λέει η κ. Μπράουν. «Ο Βασίλης δεν είχε ξεχάσει το όνειρό του να δημιουργεί εκείνα τα εκκεντρικά παπούτσια. Συνέχισε να τα φτιάχνει –όχι για να τα εμπορεύεται– στο πίσω μέρος του μαγαζιού του, σε ένα πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο με τεράστιο αποθηκευτικό χώρο. Η έμπνευσή του προερχόταν από διάφορες πηγές: ταινίες, περιοδικά μόδας. Κάθε χρόνο έφτιαχνε μια σειρά από μοντέλα για άνοιξη/καλοκαίρι και φθινόπωρο/χειμώνα· συνολικά είχε δημιουργήσει τριάντα έξι συλλογές. Οταν αγαπούσε ιδιαιτέρως ένα παπούτσι το έφτιαχνε σε πολλά νούμερα. Είχε δε και ένα δεύτερο μυστικό, την αγάπη του για το ρεμπέτικο.



Μου μίλησε για το πόσο επηρέασε ο κόσμος του ρεμπέτικου τα σχέδιά του. Στη μεσαία τάξη επιχειρηματιών και εμπόρων στο Ηράκλειο αυτή η μουσική και τα καταγώγια όπου παιζόταν θεωρούνταν του υπόκοσμου, μέρη όπου γινόταν χρήση χασίς και οι άντρες απολάμβαναν την παρέα έκφυλων γυναικών. Ο Βασίλης με την εξαιρετικά περιποιημένη και συντηρητική εμφάνισή του θα φάνταζε παρείσακτος σε αυτό τον κόσμο, αλλά αγαπούσε τη συγκεκριμένη μουσική και θαύμαζε την ελευθερία των μουσικών και γενικότερα της κοινωνίας των ρεμπετών. Μου είχε πει ότι τα αντρικά παπούτσια που κατασκεύαζε τα δημιούργησε ως φόρο τιμής σε μουσικούς φίλους του που είχε γνωρίσει στα λαϊκά κέντρα. Και τα γυναικεία, τα πιο σέξι ζευγάρια, για τις τραγουδίστριες ή τις φιλενάδες των μουσικών φίλων του». Αυτό το κομμάτι της ζωής του το κρατούσε κρυφό, σύμφωνα με την Τζέι Μπράουν.



Το τέλος μιας εποχής και η αρχή μιας άλλης
Οταν ο Σταματάκης συνταξιοδοτήθηκε κατάλαβε πόσο είχε αλλάξει το Ηράκλειο. «Λόγω της ανάπτυξης των παραθαλάσσιων θερέτρων έρχονταν πολλοί νέοι τουρίστες και ωραίες γυναίκες από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Λονδίνο, το Τόκιο, τη Στοκχόλμη, το Βερολίνο οι οποίες σίγουρα θα αναγνώριζαν την αληθινή αξία των παπουτσιών του». Πάντα καινοτόμος και με επιχειρηματικό ένστικτο, αντιλήφθηκε ότι το κεντρικό μαγαζί του θα γινόταν καλό μέρος για τουριστικό μαγαζί με σουβενίρ και χειροποίητα αντικείμενα.
Αρχισε τότε διστακτικά να παρουσιάζει μερικά από τα μυστικά παπούτσια του. Εκεί τα γνώρισε και η συλλέκτριά μας. Και ερχόμαστε στο κρίσιμο σημείο της ιστορίας των παπουτσιών: τι απέγιναν τα υπόλοιπα ζευγάρια που είχε ο Σταματάκης και προόριζε για μουσείο; Ολες οι έρευνες που κάναμε απέβησαν άκαρπες. Ευτυχώς δείγμα της μεγαλοφυΐας του σώθηκε στη συλλογή της κ. Μπράουν η οποία επιδιώκει τα εκπληκτικά αυτά παπούτσια να πάρουν τη θέση τους στο πάνθεον των παπουτσιών, στις προθήκες κάποιου μουσείου στην Ελλάδα, εκπληρώνοντας το όνειρο που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει ο δημιουργός τους.



Μια ζωή σαν μυθιστόρημα
Τα ταξίδια, οι έρωτες, οι χωρισμοί και οι περιπέτειες της κοσμογυρισμένης Tζέι.



 
Η Τζέι Μπράουν στην παραλία Λυγαριά το 1985. «Η Κρήτη με έκανε να νιώθω ότι κάθε ημέρα ήταν γιορτή», μου γράφει
Εάν η ζωή δεν είχε φέρει την Αμερικανίδα Τζέι Μπράουν στην Κρήτη, εάν δεν «κυνηγούσε» τα ιδιαίτερα παπούτσια, εάν δεν ήταν φανατική συλλέκτρια και δεν είχε τη διορατικότητα να τα αγοράσει από τον Κρητικό δημιουργό τους Βασίλη Σταματάκη, ίσως σήμερα να μη γνωρίζαμε καν την ύπαρξή τους. Ενώ αρχικός μου στόχος ήταν να συλλέξω πληροφορίες γι’ αυτά τα μοναδικά παπούτσια και τον δημιουργό τους, μιλώντας μαζί της για μεγάλο χρονικό διάστημα μου αποκαλύφτηκε μια ζωή μυθιστορηματική. Αναπόφευκτα η ιστορία των παπουτσιών πλέκεται με στιγμές από τη συγκλονιστική και πολυτάραχη ζωή της. Από όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Κρήτη το 1964, τη σχέση ζωής με το νησί, έως την ανακάλυψη των παπουτσιών το 1995 και τη γνωριμία της με τον δημιουργό τους.
Η 25άχρονη τότε κ. Μπράουν ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Ηράκλειο με τον δεύτερο σύζυγό της, τον Μύρωνα Δασκαλάκη, ο οποίος υιοθέτησε την κόρη της από τον πρώτο της γάμο. «Βρήκα το Ηράκλειο πολύ ενδιαφέρον. Οι συνθήκες ήταν αρκετά πρωτόγονες αλλά μου άρεσε. Ερωτεύτηκα την υπαίθρια αγορά και τις μικρές ταβέρνες. Πουθενά στον κόσμο δεν είχα γευτεί προϊόντα όπως αυτά της κρητικής γης. Αγάπησα πολύ την οικογένεια του άντρα μου στον Αγιο Μύρωνα, το χωριό καταγωγής του: αληθινοί άνθρωποι, προσγειωμένοι, εξαιρετικά φιλόξενοι. Θυμάμαι πόσο καλά έραβαν οι γυναίκες. Εβλεπαν ένα φόρεμα στη “Vogue” και το αναπαρήγαν αψεγάδιαστα».



Σύντομα το ζευγάρι απέκτησε μια κόρη. Ωστόσο ο γάμος της διαλύθηκε και η ίδια έμεινε στο Ηράκλειο με τις δύο κόρες της από το 1969 έως το 1972. «Εμεινα στο Κοκκίνη Χάνι. Ημασταν οι μόνοι ξένοι σε ένα χωριό με τριάντα κατοίκους. Εμαθα να ζω κυριολεκτικά σαν αγρότισσα. Εσφαζα κότες, αρνιά, εξέτρεφα σαλιγκάρια. Το λάτρεψα το μέρος». Αυτή η ωραία περίοδος τελείωσε όταν ο πρώην άντρας της Τζέι Μπράουν, κυνηγημένος από την Ιντερπόλ, γύρισε στο Ηράκλειο και συντριμμένος αυτοκτόνησε. «Πήγα με τις κόρες μου στο Λονδίνο όπου έμεναν οι γονείς μου. Δεν φανταζόμουν πια ότι θα είχα καμία σχέση με την Ελλάδα». Αλλά το 1974 γνώρισε και παντρεύτηκε έναν γοητευτικό άντρα, τον Γιάννη Λεβέντο. «Onοma que pragma» μου γράφει. «Επισκεπτόμασταν την Ελλάδα κάθε χρόνο. Αυτός με έπεισε να επισκεφτώ ξανά την αγαπημένη μου Κρήτη». Το 1991 ωστόσο πεθαίνει και ο τρίτος της άντρας. Υστερα από λίγα χρόνια παντρεύτηκε έναν Αμερικανό φωτογράφο. «Η ζωή μου δεν ήταν πολύ χαρούμενη και έτσι περνούσα μήνες στο Ηράκλειο». Τότε ήταν που η τύχη την οδήγησε στα παπούτσια του Βασίλη Σταματάκη.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια η 80χρονη κ. Μπράουν ζει με τον σύζυγό της, ζωγράφο, καθηγητή ζωγραφικής και διεθνή πρωταθλητή τζούντο Αντορ Τζομπ, σε ένα χωριό 400 κατοίκων, το Εμελτον της Πενσιλβάνια. Σίγουρα έζησε και συνεχίζει να ζει μια ζωή γεμάτη εικόνες και απαράμιλλες συγκινήσεις.












Φωτογραφίες: Dennis Keyes (www.denniskeyesphotography.com), Dave Rubin (www.dsrphoto.com)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου