Τετάρτη 15 Μαΐου 2019
Προτιμώ την ελευθερία μου και την πείνα μου, από την αλυσίδα σου και τη καλοπέρασή σου
Ο λύκος και ο σκύλος
του Αισώπου
Ένας λύκος είχε γίνει πετσί και κόκαλο από την πείνα, γιατί τα σκυλιά της περιοχής φύλαγαν τόσο καλά τα κοπάδια με τα πρόβατα και τις γίδες, ώστε δε μπορούσε να αρπάξει κανένα. Τριγυρνούσε λοιπόν απελπισμένος από δω κι από κει, όταν ξαφνικά, αντίκρισε μπροστά του ένα σκύλο, που είχε χάσει το δρόμο του. Όταν τον είδε ο λύκος, σκέφτηκε αμέσως πως θα μπορούσε να χορτάσει την πείνα του. Αλλά δεν τολμούσε να του ριχτεί, γιατί ο σκύλος φαινόταν πολύ δυνατός. Πήγε λοιπόν κοντά του κι άρχισε να τον παινεύει.
«Είσαι πολύ όμορφος και πολύ καλοθρεμμένος, θα’θελα να γινόμαστε φίλοι. Αλλά εγώ βλέπεις είμαι τόσο αδύνατος, που δε θα με καταδέχεσαι».
«Από σένα εξαρτάται να μην είσαι αδύνατος».
«Και τι να κάνω για να παχύνω»;
«Άφησε τα δάση και τις ερημιές όπου ζεις κι έλα μαζί μου να ζήσεις σα σκύλος. Μαζί με τους λύκους που τριγυρνάς, τι κερδίζεις; Με μεγάλη δυσκολία εξοικονομείς το φαγητό σου, και αυτό σπάνια».
«Και τι πρέπει να κάνω για να ζήσω σα σκύλος»;
«Σχεδόν τίποτα, θα κυνηγάς τους φτωχοντυμένους και τους ζητιάνους, θα κουνάς την ουρά σου στον κύριό σου και θα τρως όλα τα κόκαλα και όλα τα αποφάγια του».
«Πραγματικά, δε φαίνεται δύσκολη δουλειά, έρχομαι μαζί σου».
Ξεκίνησαν λοιπόν για να πάνε στην πολιτεία, αλλά στο δρόμο ο λύκος πρόσεξε πως ο λαιμός του σκύλου ήταν μαδημένος.
«Γιατί είναι μαδημένος ο λαιμός σου»;
«Είναι από την αλυσίδα».
«Ποια αλυσίδα»;
«Την αλυσίδα που με δένουν».
«Ώστε δεν είσαι ελεύθερος να τριγυρνάς όπου θέλεις»;
«Όχι πάντοτε. Την ημέρα με έχουν δεμένο και τη νύχτα με λύνουν».
«Αν είναι έτσι, δε μου αρέσει καθόλου να είμαι σκύλος. Προτιμώ την ελευθερία μου και την πείνα μου, από την αλυσίδα σου και τη καλοπέρασή σου».
Κα το έβαλε στα πόδια για να ξαναγυρίσει στο δάσος.
του Αισώπου
Ένας λύκος είχε γίνει πετσί και κόκαλο από την πείνα, γιατί τα σκυλιά της περιοχής φύλαγαν τόσο καλά τα κοπάδια με τα πρόβατα και τις γίδες, ώστε δε μπορούσε να αρπάξει κανένα. Τριγυρνούσε λοιπόν απελπισμένος από δω κι από κει, όταν ξαφνικά, αντίκρισε μπροστά του ένα σκύλο, που είχε χάσει το δρόμο του. Όταν τον είδε ο λύκος, σκέφτηκε αμέσως πως θα μπορούσε να χορτάσει την πείνα του. Αλλά δεν τολμούσε να του ριχτεί, γιατί ο σκύλος φαινόταν πολύ δυνατός. Πήγε λοιπόν κοντά του κι άρχισε να τον παινεύει.
«Είσαι πολύ όμορφος και πολύ καλοθρεμμένος, θα’θελα να γινόμαστε φίλοι. Αλλά εγώ βλέπεις είμαι τόσο αδύνατος, που δε θα με καταδέχεσαι».
«Από σένα εξαρτάται να μην είσαι αδύνατος».
«Και τι να κάνω για να παχύνω»;
«Άφησε τα δάση και τις ερημιές όπου ζεις κι έλα μαζί μου να ζήσεις σα σκύλος. Μαζί με τους λύκους που τριγυρνάς, τι κερδίζεις; Με μεγάλη δυσκολία εξοικονομείς το φαγητό σου, και αυτό σπάνια».
«Και τι πρέπει να κάνω για να ζήσω σα σκύλος»;
«Σχεδόν τίποτα, θα κυνηγάς τους φτωχοντυμένους και τους ζητιάνους, θα κουνάς την ουρά σου στον κύριό σου και θα τρως όλα τα κόκαλα και όλα τα αποφάγια του».
«Πραγματικά, δε φαίνεται δύσκολη δουλειά, έρχομαι μαζί σου».
Ξεκίνησαν λοιπόν για να πάνε στην πολιτεία, αλλά στο δρόμο ο λύκος πρόσεξε πως ο λαιμός του σκύλου ήταν μαδημένος.
«Γιατί είναι μαδημένος ο λαιμός σου»;
«Είναι από την αλυσίδα».
«Ποια αλυσίδα»;
«Την αλυσίδα που με δένουν».
«Ώστε δεν είσαι ελεύθερος να τριγυρνάς όπου θέλεις»;
«Όχι πάντοτε. Την ημέρα με έχουν δεμένο και τη νύχτα με λύνουν».
«Αν είναι έτσι, δε μου αρέσει καθόλου να είμαι σκύλος. Προτιμώ την ελευθερία μου και την πείνα μου, από την αλυσίδα σου και τη καλοπέρασή σου».
Κα το έβαλε στα πόδια για να ξαναγυρίσει στο δάσος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου